-
141 κατερύκω
A hold back, detain,μάλα δή σε καὶ ἐσσύμενον κατερύκω Il.6.518
;κ. καὶ ἔσχεθεν ἱεμένω περ Od.4.284
, cf. 1.315, 15.73;μηδένα.. ἀέκοντα μένειν κατέρυκε Thgn.467
: rare in [dialect] Att., :—[voice] Pass.,κατερύκεται εὐρέϊ πόντῳ Od.1.197
,4.498.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατερύκω
См. также в других словарях:
πέρ — περ , πέρ enclitic indeclform (particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περ — πέρ enclitic indeclform (particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περ — (I) Α (εγκλιτ. μόριο) ΧΡΗΣΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (γενικά) (ως ενισχυτικό τής σημασίας τής λέξης στην οποία προστίθεται) πολύ, πάρα πολύ 2. (ειδικά) Ι. (ιδίως στον Όμ. σε συνεκφορά με τη μτχ. ὤν ως επιτατικό αλλά και βεβαιωτικό συγχρόνως) πολύ ή πράγματι… … Dictionary of Greek
πέρ(υ)σι — (επίρρ. χρον.), τον περασμένο χρόνο: Κάθε πέρ(υ)σι και καλύτερα, κάθε φέτος και χειρότερα, για όσους βλέπουν απαισιόδοξα το μέλλον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Περ-Λα Σέζ — Κοιμητήριο του Παρισιού, άλλοτε κτήμα του πατέρα Λα Σεζ, εξομολογητή του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Σ’ αυτό έχουν θαφτεί σημαίνουσες προσωπικότητες όπως ο Λαφοντέν, ο Μολιέρος, ο Νοντιέ, ο Ντοντέ, ο ντε Μισέ, ο Μπαλζάκ, ο Μπερανζέ, ο Σοπέν, ο Ροσίνι, ο… … Dictionary of Greek
περ(ι)βόλι — το 1. κήπος, κτήμα: Μόν ήσυχα ο Τηλέμαχος ορίζει τα περβόλια (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη). 2. μτφ., ευχάριστος, απολαυστικός: Αυτός έχει καρδιά περιβόλι. (ειρων.), «Μου κανες την καρδιά περιβόλι», με λύπησες πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
'πέρ — ἔ , ἒ woe! woe indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περ' — περί , περί round about indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρ' — πέραι , πέρα beyond fem nom/voc pl πέρᾱͅ , πέρα beyond fem dat sg (attic doric aeolic) πέρι , περί round about indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ού περ — οὔ περ ἡ οὔπερ (Α) (ως επιτ.) καθόλου … Dictionary of Greek
Ἔπος δ’εἰ πὲρ τι βέβακται… — См. Собака лает, ветер носит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)