-
1 ωρασιν
adv. [ὥρα 10] в добрый час, только в бранных выраж. Luc.μέ ὥρασ΄ ἵκοισθε! Arph. — будьте вы прокляты!;
ὅ μέ ὥ. Δημόστρατος! Arph. — Демострат, будь он неладен!
См. также в других словарях:
ὥρασιν — ὥρᾱσιν , ὥρασι in season indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήρος — (I) ο (Α λῆρος) 1. ανόητος λόγος, ανοησία, μωρολογία («λὴρον εἶναι δοκεῑ τὸ νόμισμα φύσει δ οὐδέν», Αριστοτ.) 2. (ως ουσ. και ως επίθ.) (για πρόσ.) φλύαρος, μωρός, ανόητος (α. «μὴ ὥρασιν ἵκοιτο ὁ λῆρος ἐκεῑνος τοιαῡτα παιδεύων τὸ μειράκιον»,… … Dictionary of Greek