-
1 ωρα
I.эп.-ион. ὤρη ἥ внимание, забота Thuc.ὤ. ὀλίγη πέλεται νεικέων τ΄ ἀγορέων τε Hes. — не до тяжб и речей;
II.эп.-ион. ὥρη ἥ1) промежуток времени, время, период, пора, продолжительностьπεριτελλομέναις ὥραις πάλιν Soph. — в новых круговоротах времен, т.е. в будущем;νυκτὸς ἐν ὥρῃ HH. — ночной порой;μεσονυκτίοις ὥραις Anacr. — в полночь;δι΄ ὥραν τῆς ἡμέρας Dem. — в течение дня2) время года (у Hom., Hes., Aesch. - три, Eur. - четыре, впосл. - семь)εἴαρος ὥ., ὥ. εἰαρινή Hom., HH., ἦρος ὧραι Eur. (ἦρος ὥ. Arph.) и νέα ὥ. Arph. — весенняя пора, весна;
θέρεος ὥ. Hes. — лето;ὥ. χειμερίη Hom., Hes. и χειμῶνος ὥ. Plut. — зимнее время, зима3) весенняя пора, весна4) цветущая пора, цветущий возраст, расцвет жизни(ὥραν ἔχειν Aesch., и εἶναι ἐν и ἐπὴ ὥρᾳ Plat.)
οἱ ἐν ὥρᾳ Plat., Plut. — люди в цветущем возрасте;λήγειν ὥρας Plat. — увядать5) цветущий вид, свежесть, миловидность, прелесть Arph., Xen., Plat.6) годἦν μὲν τῆς ὥρης μέσον θέρος Her. — время года было - середина лета, т.е. лето было в разгаре;
ἐκ τῶν ὡρῶν εἰς τὰς ὥρας Arph. — из года в год;ἐν τῇ πέρυσιν ὥρα Dem. — в прошлом году;εἰς ὥρας κἤπειτα Theocr. — на все последующие годы7) деньτῆς ὥρας ἐγίγνετ΄ ὀψέ Dem. — день был на исходе;
πολλῆς ὥρας Polyb., NT. и ὀψίας (οὔσης) τῆς ὥρας NT. — поздно днем;ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας NT. — вплоть до нынешнего дня8) часἐννάτης ὥρας Plut. — в девятом часу;
δωδεκάτης ὥρας Plut. — в двенадцать часов, перен. в самую последнюю минуту;(ἥ ἡμέρα) ἥ ἐκ τῶν δώδεκα ὡρῶν συνεστῶσα Sext. — день, состоящий из двенадцати часов, т.е. сутки9) короткое время, мгновение10) подходящее время, благоприятный момент, пораἐν ὥρῃ Hom. (ἐν ὥρᾳ Arph.), εἰς ὥρας Hom., τέν ὥρην Hom. (τέν ὥραν Xen.) и καθ΄ ὥραν Theocr. — в определенное (свое) время, вовремя;
πρὸ (τῆς) ὥρας Xen., Luc. — раньше времени, преждевременно;παρ΄ ὥρην Theocr. — не вовремя;τοῖο γὰρ ὥ. Hom. — ведь уже пора для этого;ὥ. ἀρότοιο Hes. — время пахоты;ἀλλὰ γὰρ ἤδη ὥ. ἀπιέναι Plat. — но уж пора ведь уходить;ἐς γάμου ὥρην ἀπικέσθαι Her. и εἰς ἀνδρὸς ὥραν ἥχειν Plat. — (о девушке) достигнуть брачного возраста;ἥ καθ΄ ὥραν παῖς Plut. — дочь в брачном возрасте11) pl. климатические условия, климат12) созревший и снятый урожай, плоды жатвы13) смертный час(οὔπω ἐληλύθει ἥ ὥ. αὐτοῦ NT.)
-
2 φτάνω
(αόρ. έφτασα) 1. αμετ.1) добираться; приходить; прибывать; приезжать;φτάνω μέχρι της κορυφής — добраться до вершины;
έφτασαν νέα εμπορεύματα прибыли новые товары;έφτασα! иду!, сейчас!, сию минуту!; я здесь!, вот я!; 2) перен. приходить, наступать (о времени);φτάνει ο χειμώνας — наступает зима;
έφτασε η στερνή του ώρα настал его последний час;έφτασε η ώρα των λογαριασμών настал час расплаты; 3) дойти до..., достичь (какого-л. места, момента, состояния и т. п.);αυτός μού φτάνει ως τόν.ώμο — он мне по плечо;
τό μονοπάτι φτάνει ως την κορφή τού,βουνού — тропинка доходит до вершины горы;
η φήμη του έφτασε ακόμη και στο Παρίσι слева о нём дошла до Парижа;όσο φτάνει το μάτι — насколько видит глаз;
φτάνω στα — икра дойти до крайности, до крайней точки;
τό πράγμα έφτασε στο απροχώρητο дело зашло в тупик;φτάνω στο άκρον άωτον — дальше ехать некуда;
φτάνω σε απόγνωση — доходить до отчаяния;
4) достигать, добиваться -(чего-л.);φτάν στο σκοπό μου — добиться своей цели;
5) перен. доходить, достигать (до чьего-л. слуха и т. п.);αυτό δεν έφτασε ως τ' αυτιά μου я итого не слышал;ως εκεί φτάνει το μυαλό μου — это я ещё могу понять;
τό μυαλό μου δεν φτάνει ως εκεί — это выше моего понимания;
6) быть достаточным, хватать;φτάνει και περισσεύει — более чем достаточно;
δέκα δραχμές μού φτάνουν — десять драхм мне хватит;
αυτό με ( — или μού) φτάνει — с меня довольно;
φτάνουν πιά τα πείσματα — довольно упрямиться;
σα να μη μας έφταναν όλα τ' άλλα! только этого нам не хватало!;7) απρόσ. достаточно, хватит, довольно;§ φτάνει μόνο να θυμηθείς... — только бы тебе не забыть;
δεν φτάν — ст, ότι... — мало того, что...;
2. μετ.1) догонять; настигать; достигать; 2) перен. догнать (кого-л.); сравняться (с кем-л.); τον έφτασα στα μαθηματικά я его догнал по математике;καμμιά δεν [τη φτάνει στην ομορφιά — никто не может сравниться с ней красотой;
έφτασε τη μάν[ν]α της στο μπόϊ ростом она догнала свою мать;3) доставать; φτάσε μου το βιβλίο από το απάνω ράφι достань мне книгу с верхней полки; 4) срывать, рвать, собирать (плоды с деревьев); § λέει ό, τι φτάσει он говорит всё, что придёт в голову; έφτασε το μαχαίρι στο κόκκαλο дальше ехать некуда
См. также в других словарях:
Νέα Γουϊνέα — (μαλαϊκά Ιριάν, αγγλ. New Guinea). Νησί (785.000 τ. χλμ.), το μεγαλύτερο του Ειρηνικού ωκεανού και το δεύτερο του κόσμου μετά τη Γροιλανδία. Βρίσκεται στα Β της Αυστραλίας (πιθανότατα αποτελούσε μέρος της έως την πλειστόκαινο εποχή), από την… … Dictionary of Greek
Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… … Dictionary of Greek
σκέπτομαι — ΝΑ και σκέφτομαι Ν 1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα τό σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.) 2. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, η, ο αυτός που γίνεται μετά από σκέψη,… … Dictionary of Greek
Καμβύσης, Νίκος — (Βουνάριο Μεσσηνίας 1919 –). Δάσκαλος και ποιητής. Σπούδασε στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία. Σταδιοδρόμησε ως δάσκαλος σε σχολεία της επαρχίας και των Αθηνών, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με την ποίηση, ιδιαίτερα τη θρησκευτική. Άρχισε να γράφει… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… … Wikipedia
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek