-
1 οπλεω
См. также в других словарях:
οπλέω — ὁπλέω (Α) [όπλον] (ποιητ. τ.) οπλίζω, ετοιμάζω («ἅμαξαν ὥπλεον», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
1 οπλεω
οπλέω — ὁπλέω (Α) [όπλον] (ποιητ. τ.) οπλίζω, ετοιμάζω («ἅμαξαν ὥπλεον», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek