-
1 Hold
v. trans.Occupy: P. and V. ἔχειν, κατέχειν.Contain, keep in: P. and V. στέγειν.Have room for: P. and V. χωρεῖν (acc.) (Eur., Hipp. 941).The city can't hold him ( isn't big enough for him): P. ἡ πόλις αὐτὸν οὐ χωρεῖ (Dem. 579).Maintain, preserve: P. and V. φυλάσσειν, σώζειν.Stop, check: P. and V. κατέχειν, ἐπέχειν, Ar. and V. ἴσχειν (rare P.), V. ἐπίσχειν (rare P.), ἐρύκειν, ἐξερύκειν, ἐρητύειν.Grasp: P. and V. λαμβάνειν, λαμβάνεσθαι (gen.), ἐπιλαμβάνεσθαι (gen.), ἀντιλαμβάνεσθαι (gen.); see grasp.Hold fast: see cling to.Be held fast: V. προσέχεσθαι (pass.) (Eur., Med. 1213).Consider, deem: P. and V. νομίζειν, ἡγεῖσθαι, ἄγειν, V. νέμειν.Be held: P. and V. δοκεῖν.Hold a meeting: P. and V. σύλλογον ποιεῖν (or mid.).Hold an office: Ar. and P. ἄρχειν ἀρχήν, or ἄρχειν alone.V. intrans. Remain firm: P. and V. μένειν.All that they put upon their shoulders held there without fastenings: V. ὅποσα δʼ ἐπʼ ὤμοις ἔθεσαν οὐ δεσμῶν ὕπο προσείχετο (Eur., Bacch. 755).Maintain an opinion: P. and V. νομίζειν, ἡγεῖσθαι, οἴεσθαι, P. ἰσχυρίζεσθαι, διισχυρίζεσθαι.Hold good: P. and V. μένειν, ἐμμένειν.Hold back: see Restrain.Hold by, abide by: P. and V. ἐμμένειν (dat.).Hold down. — They held me down by the hair: V. κόμης κατεῖχον (Eur., Hec. 1166).Hold forth: see Offer.Make a speech: Ar. and P. δημηγορεῖν.Hold out, stretch forth: P. and V. προτείνειν (acc.), ἐκτείνειν (acc.), ὀρέγειν (Plat.).Hold out ( as a threat): P. ἀνατείνεσθαι.Hold out ( as an excuse): P. and V. σκήπτειν (mid. in P.), προβάλλειν (mid. also P.), προὔχεσθαι, προΐστασθαι (Eur., Cycl. 319.), V. προτείνειν, P. προφασίζεσθαι.Hold out, not to yield: P. and V. ἀντέχειν, καρτερεῖν, ὑφίστασθαι.Hold out against: P. and V. ἀντέχειν (dat.), ὑφίστασθαι (acc.), V. καρτερεῖν (acc.).Hold over: Ar. ὑπερέχειν (τί τινος).As threat: P. ἀνατείνεσθαί (τί τινι).For a little while the alliance held together: P. ὀλίγον μὲν χρόνον συνέμεινεν ἡ ὁμαιχμία (Thuc. 1, 18)Hold up ( as example): P. παράδειγμα ποιεῖσθαι (acc.).——————interj.Stop: P. and V. ἐπίσχες, παῦε, Ar. and P. ἔχε, V. ἴσχε, σχές, παῦσαι (all 2nd pers. sing. of the imperative).——————subs.Thing to hold by: P. ἀντιλαβή, ἡ.Get a hold or grip: P. ἀντιλαβὴν ἔχειν.Support: P. and V. ἔρεισμα, τό (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hold
См. также в других словарях:
ὠμοῖς — ὠμός raw masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤμοις — ὤ̱μοις , ὦμος the shoulder with the upper arm masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
плеще — ПЛЕЩ|Е (60), А с. 1.Плечо: въздъхни помысливъ ‹о› ѹбогыхъ. како клѧчѧть надъ малъмь огньцьмь съкърчившесѧ… рѹцѣ же тъкмо съгрѣвающе: плешти же и вьсе тѣло морозъмь измьрзъше. Изб 1076, 42 об.; то же ЗЦ XIV/XV, 74б; растѧженъ же бывъ [св. Вата]… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
LEO — I. LEO Alabandensis orator, praeter artem de Statibus, composuit Caricorum libros 4. totidemque Lyciacorum, reste Suidâ, qui et scripsisse ait sacrum bellum Phocensium, et Boeotorum. Equidem id negare non ausim, sed tamen fieri poslet, ut eos… … Hofmann J. Lexicon universale
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
επενσαλεύω — ἐπενσαλεύω (Α) (για λιοντάρια) σαλεύω σε ορισμένο σημείο («τοῑς ὤμοις ἐπενσαλεύοντες», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
επισαλεύω — ἐπισαλεύω (Α) [σαλεύω] 1. σαλεύω καθώς βρίσκομαι τοποθετημένος κάπου ή συνδεδεμένος με κάτι 2. (ειδ. για πλοίο) αγκυροβολημένος στα ανοιχτά σαλεύω πάνω στην άγκυρα 3. (για μαλλιά) κυματίζω 4. σαλεύω, κινούμαι σπασμωδικά («οἱ δὲ τοῑς ὤμοις… … Dictionary of Greek
καθάπτω — (AM καθάπτω, Α ιων. τ. κατάπτω) 1. συνάπτω δύο πράγματα, συνδέω, προσδένω το ένα πάνω στο άλλο 2. (το μέσ.) καθάπτομαι θίγω, προσβάλλω, διασύρω, επιτίθεμαι (α. «το δημοσίευμα καθάπτεται τής τιμής τού στρατηγού» β. «ἴσως ἄν μου δικαίως καθάπτοιντο … Dictionary of Greek
περιχέω — και περιχεύω ΝΜΑ περιχύνω, κυρίως, υγρό άφθονα επάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, περιβρέχω (α. «πολλὴν ἠέρ ἔχων, ἣν οἱ περίχευεν Ἀθήνη» β. «τῷ περίχευε χάριν κεφαλῇ τε καὶ ὤμοις» γ. χρυσὸν κέρασιν περιχεύας», Ομ. Ιλ.) μσν. αρχ. μέσ. περιχέομαι 1.… … Dictionary of Greek
προσπαίζω — Α 1. παίζω, αστειεύομαι ή χαριεντίζομαι με κάποιον 2. περιγελώ, περιπαίζω κάποιον 3. σατιρίζω 4. ειρωνεύομαι, σκώπτω, εμπαίζω κάποιον («ἀεὶ σὺ προσπαίζεις, ὦ Σώκρατες, τοὺς ῥήτορας», Πλάτ.) 5. βασανίζω, τυραννώ («προσπαίζειν τὸν ἄρκτον», Αιλ.) 6 … Dictionary of Greek
τύλη — η, ΝΑ, και δωρ. τ. τύλα Α υπόστρωμα πάνω στο οποίο τοποθετούν τα βάρη οι αχθοφόροι νεοελλ. υπόστρωμα σάγματος ή σέλας αρχ. 1. μέρος τού σώματος που έχει κυρτωθεί από πίεση, όπως ο ώμος αχθοφόρου 2. καμπούρα καμήλας, ύβος 3. προσκεφάλι, προσκέφαλο … Dictionary of Greek