Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ὢς+εἶπ'

  • 1 αντιβολεω

        (impf. ἠντιβόλουν, aor. ἀντεβόλησα и ἠντεβόλησα)
        1) встречаться, сходиться (в бою)
        

    (τινι Hom.)

        2) присутствовать, быть свидетелем
        

    (φόνῳ, τάφῳ ἀνδρῶν Hom.)

        3) принимать участие, быть причастным
        

    (μάχης Hom.)

        4) находить, получать в удел
        

    τάφου ἀντιβολῆσαι Hom., Arst. — быть погребенным;

        γάμου ἀντιβολῆσαι Hes. — вступить в брак;
        νόου ἀντιβολῆσαι Timon ap. Sext.быть одаренным разумом

        5) становиться уделом
        6) обращаться с просьбой, молить
        

    (τινα Lys., Arph., Xen., Plut.)

        ἀντιβοληθεὴς καὴ τέν ὀργέν ἀπομορχθείς Arph. — смягчившись мольбами;
        εἴπ΄, ἀντιβολῶ, τί ἔστι Arph. — скажи, пожалуйста, в чем дело

    Древнегреческо-русский словарь > αντιβολεω

  • 2 εειπ-

         ἐειπ-
        эп. = εἰπ-

    Древнегреческо-русский словарь > εειπ-

  • 3 κηφ΄

        κἦφ΄
        дор. in crasi перед придых. = καὴ εἶπ΄

    Древнегреческо-русский словарь > κηφ΄

  • 4 οστις

         ὅστις
         ὅσ-τις
        ἥ-τις, ὅ-τι, эп. тж. ὅττι, часто - τι ( для отличия от союза ὅτι)

    (gen. οὗτινος, ἧστινος, οὗτινος, dat. ᾧτινι, ᾗτινι, ᾧτινι etc., тж. gen. ὅτου - ион. ὅτευ, эп. ὅττεο, dat. ὅτῳ - эп.-ион. ὅτεῳ; pl.: nom. n ἅσσα - атт. ἅττα, gen. ὅτων - эп.-ион. ὅτεων, dat. ὅτοισι - эп.-ион. ὁτέοισιν и ὁτέῃσιν) pron. relat. который бы (ни)

    , какой бы (ни), кто бы (ни), иногда который, какой, кто (что)
        

    ὅτις τοιαῦτα ῥέζοι Hom. — всякий кто учинит нечто подобное;

        ὅντινα κιχείη Hom. — кого бы он ни встречал;
        ὅστις σε φυλάσσει Hom. (кто-л. — из богов), который тебя охраняет;
        εἴπ΄ ἄγε μοι καὴ τόνδε, ὅστις ὅδ΄ ἐστιν Hom. — скажи мне, пожалуйста, кто вот это;
        ὅστις ἐστί Soph. — кто бы он ни был;
        ὅστις ἂν νέος κρατῇ Aesch. (всякий), кто господствует с недавнего времени;
        τρόπῳ ὅτῳ ἂν δύνονται ἰσχυροτάτῳ Thuc. — самым действенным, каким только смогут, образом;
        δι΄ ὅντινα κακῶς ἤκουσε Her. (Поликрат), из-за которого (Орету) пришлось выслушать оскорбления;
        τίνα γραφήν σε γέγραπται ; - Ἥντινα ; Plat. — какую жалобу он подал на тебя? - (Ты спрашиваешь), какую?;
        ἐξ ὅτου (περ) (sc. χρόνου) Soph., Eur., Xen. — с тех пор как;
        οὐδεὴς ὅστις οὐ Her. — всякий, каждый, решительно все;
        οὐδὲν ὅ. τι οὐκ ἀπώλετο Thuc. (из греческих вооруженных сил) решительно все погибло

    Древнегреческо-русский словарь > οστις

См. также в других словарях:

  • εἴπ' — εἰπέ , εἶπον said aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἶπ' — εἶπα , εἶπον said aor ind act 1st sg (epic ionic) εἶπε , εἶπον said aor ind act 3rd sg (epic ionic) εἶπε , εἶπον said aor imperat act 2nd sg εἶπε , εἶπον said aor ind act 3rd sg εἶπαι , εἶπον said aor imperat mid 2nd sg (epic ionic) εἶπαι , εἶπον …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδω — (Α ᾄδω, ιωνικός και ποιητικός τύπος ἀείδω) τραγουδώ, ψάλλω, υμνώ μσν. 1. λέω 2. (για τον άνεμο) ηχώ, σφυρίζω αρχ. 1. (για ζώα) βγάζω τον χαρακτηριστικό ήχο ή κραυγή 2. (για ήχους) ηχώ, κτυπώ 3. συναγωνίζομαι με κάποιον στο τραγούδι 4. τραγουδώ σε …   Dictionary of Greek

  • έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …   Dictionary of Greek

  • ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή …   Dictionary of Greek

  • γάιδαρος — Θηλαστικό της τάξης των περιττοδακτύλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι όνος. Ο κατοικίδιος γ., που τον χρησιμοποιούν από την αρχαιότητα αφρικανικοί, ασιατικοί και ευρωπαϊκοί λαοί ως ζώο φορτίου, έλξης και ιππασίας, προέρχεται από τον άγριο γ …   Dictionary of Greek

  • κεφάλας — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 346 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο μέσο του νομού, 20 χλμ. ΝΑ της Σπάρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θεραπνών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ …   Dictionary of Greek

  • κεφάλας — ο αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι: Είπ ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»