Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

ὡς+ἐπὶ+τὸ+πολύ

  • 21 Principally

    adj.
    Especially: P. and V. μλιστα, οὐχ ἥκιστα, P. διαφερόντως.
    For the most part: P. ὡς ἐπὶ πολύ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Principally

  • 22 Spread

    subs.
    Increase: P. ἐπίδοσις, ἡ.
    ——————
    v. trans.
    Stretch out: P. and V. τείνειν, ἐκτείνειν.
    Strew: P. and V. στορεννύναι, Ar. and V. στορνύναι.
    Circulate (rumours, etc.): P. and V. διαγγέλλειν, διασπείρειν, Ar. and V. σπείρειν, P. κατασκεδαννύναι.
    Spread reports (absol.): P. διαθροεῖν, λογοποιεῖν.
    Diffuse: P. and V. διασπείρειν, διαδιδόναι, V. ἐνδατεῖσθαι, Ar. and V. σπείρειν.
    Spread (a table, etc.): use Ar. and P. παρατιθέναι.
    Let a rich table be spread for you: V. σοὶ πλουσία τράπεζα κείσθω (Soph., El. 361).
    Spread out: Ar. διαπεταννύναι.
    Stretch out: P. and V. τείνειν, ἐκτείνειν.
    Spread out the hands: V. ναπτύσσειν χέρας.
    Lengthen: P. and V. τείνειν, ἐκτείνειν, μηκνειν; see Prolong.
    Spread over: Ar. and P. καταπεταννναι (τινά τινι), V. περτείνειν (τί τινος).
    Spread under: P. and V. ποστορεννύναι (Xen., also Ar.).
    V. intrans.
    Extend: P. and V. τείνειν.
    To prevent the earth from spreading far: P. ὅπως μὴ διαχέοιτο ἐπὶ πολύ τὸ χῶμα (Thuc. 2, 75).
    to the upper city: P. ὕστερον δὲ καὶ εἰς τὴν ἄνω πόλιν ἀφίκετο (Thuc. 2, 48).
    Spread (of rumours, etc.): P. and V. διέρχεσθαι. V. ἐπέρχεσθαι.
    Increase: Ar. and P. ἐπιδιδόναι.
    Spread among (of rumours, etc.): P. and V. διέρχεσθαι (acc.), V. διήκειν (acc.).
    Spread over ( of disease): P. ἐπινέμεσθαι (acc.) (Thuc. 2, 54).
    Spread round: P. περιτείνεσθαι.
    ——————
    adj.
    Of a bed: V. στρωτός.
    Ill-spread: V. κακόστρωτος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Spread

  • 23 Usually

    adv.
    In the usual way: P. and V. εἰωθότως, P. συνήθως.
    For the most part: P. ὡς ἐπὶ πολύ.
    As usually happens: P. οἷα φιλεῖ γίγνεσθαι (Thuc. 7, 79).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Usually

  • 24 Widely

    adv.
    Over a wide extent: P. ἐπὶ πολύ; see far and wide, under Wide.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Widely

См. также в других словарях:

  • επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …   Dictionary of Greek

  • Φρανκφούρτη επί του Μάιν — (Frankfurt am Main). Πόλη (648.000 κάτ. το 2003) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο ομόσπονδο κρατίδιο του Έσεν. Βρίσκεται πάνω στις δύο όχθες του Μάιν, σε απόσταση 35 χλμ. από τη συμβολή του με τον Ρήνο, σε ένα σημείο, όπου ο Μάιν… …   Dictionary of Greek

  • πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… …   Dictionary of Greek

  • ՅԱՃԱԽ — (ի, աց.) NBH 2 0317 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 9c, 10c, 11c ա. συνεχής continuus, frequens, creber, adsiduus. (լծ. հյ. ճոխ, եւ աճեցուն. եւ թ. չօգ, սը՛գ ). Բազում. յոլով. խիտ. հոծ. հանապազորդեան. անընդհատ. շատ,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ως — (I) ΜΑ βλ. ως. (II) ΜΑ βλ. ώς. (III) Α πρόθ. προς («ὡς αἰεὶ τὸν ὅμοιον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὅμοιον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.]. (IV) ὡς, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὥ Α 1. επίρρ. α) (αναφ.) καθώς, όπως (α. «ως συνήθως, άργησε πάλι» β. «κινήθη δ ἀγορὴ …   Dictionary of Greek

  • Karneades — Karneades, römische Kopie nach der Sitzstatue, die um 150 v. Chr. auf der Agora von Athen aufgestellt wurde, Glyptothek (München) Karneades (altgriechisch Καρνεάδης, latinisiert Carneades; * um 214/213 v. Chr. in Kyrene, † um 1 …   Deutsch Wikipedia

  • ANATHEMA sim — Iudaeis et antiquis Christianis, sollennis in iureiurando formula; h. e. a Synagoga et Ecclesia exclusus sim: Cuiusmodi anathema sibi imprecari, καταναθεματίζειν, dixêre. Apud Matthaeum c. 26. v. 74. de Petro Dominun abiurante, τότε ἤρξατο… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • DIELCYSTINDA — exercitationis apud Vett. genus, quod Ludum distractorum Mercurial. vocat. Eius meminit Iul. Pollux his verbis: Η῾ δὲ Διελκυςτίνδα παίζεται μεν` ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ εν ταῖς παλαίςτραις, οὐ μεν` ἀλλὰ καὶ ἀλλαχόθι. Δύο δὲ μοῖραι παίδων εἰσὶν ἕλκουσαι… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ενδυματολογία — Όρος που αναφέρεται στην επιλογή ή και στη δημιουργία των θεατρικών κοστουμιών των προσώπων που δρουν επί σκηνής. Πολύ συχνά το ίδιο πρόσωπο αναλαμβάνει τόσο τη σκηνογραφική όσο και την ενδυματολογική επιμέλεια της παράστασης. Ειδικά ενδύματα,… …   Dictionary of Greek

  • εύσημος — η, ο (ΑΜ εὔσημος, ον Α και εὔσαμος, ον) λαμπρός, ξεχωριστός, γεμάτος δόξα (α. «τὴν εὔσημον ταύτην ἡμέραν» β. «εὔσημον πῡρ») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εύσημο ή τα εύσημα διακριτικό σημάδι, τιμητική αναγνώριση μσν. (για υπηρέτη) αυτός που εκτελεί… …   Dictionary of Greek

  • πληθοχορεία — ἡ, Μ (κατά τον Φώτ.) «ἡ ἐπὶ τὸ πολὺ ἐκτεινομένη χορεία». [ΕΤΥΜΟΛ. < πλῆθος + χορεία «χορός»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»