-
1 επεώκει
-
2 ἐπεῴκει
-
3 ἐπέοικα
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπέοικα
См. также в других словарях:
ἐπεῴκει — ἐπέοικε plup ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)