-
1 угрожать
ρ.δ.1. απειλώ, φοβερίζω•вы меня не -айте, я не боюсь μη με φοβερίζετε, εγώ δε φοβούμαι•
он -жает ножом αυτός φοβερίζει με το μαχαίρι•
угрожать пистолетом φοβερίζω με το πιστόλι,
2. περικλείω κίνδυνο, επαπειλώ• επισείω κίνδυνο•ему -ает опасность αυτός διατρέχει κίνδυνο•
ему -ает несчастье, смерть τον περιμένει δυστύχημα, θάνατος.
См. также в других словарях:
Nikos Kazantzakis — For the municipality on Crete see Nikos Kazantzakis (municipality). Nikos Kazantzakis Born February 18, 1883(1883 02 18) Heraklion, Crete, Ottoman Empire (now … Wikipedia
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
Καζαντζάκης, Νίκος — (Ηράκλειο Κρήτης 1883 – Φράιμπουργκ Γερμανίας 1957).Λογοτέχνης, μεταφραστής και στοχαστής. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα (1902 6) και φιλοσοφία στο Παρίσι (1907 9). Την περίοδο 1914 15, μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό, περιηγήθηκε τους τόπους της… … Dictionary of Greek