-
101 τυμπανο-ειδής
τυμπανο-ειδής, ές, paukenartig, paukenähnlich, Arist. coel. 2, 13 u. Sp.
-
102 τυλο-ειδής
τυλο-ειδής, ές, schwielenähnlich, dah. verhärtet, Hesych.
-
103 ταυρο-ειδής
ταυρο-ειδής, ές, stierartig, -ähnlich, Sp.
-
104 ταφρο-ειδής
ταφρο-ειδής, ές, einem Graben ähnlich, Schol. Il. 2, 153.
-
105 ταφο-ειδής
ταφο-ειδής, ές, dem Begräbniß u. dem Grabe ähnlich, D. Cass. 67, 9.
-
106 τετρα-γωνο-ειδής
τετρα-γωνο-ειδής, ές, von viereckigem Ansehen, Sp.
-
107 τετανο-ειδής
τετανο-ειδής, ές, von der Art des τέτανος, Theophr., zw.
-
108 τεφρο-ειδής
τεφρο-ειδής, ές, wie Asche, aschgrau, Diosc. u. a. Sp.
-
109 τεχνο-ειδής
τεχνο-ειδής, ές, kunstartig, D. L. 6, 156.
-
110 τιαρο-ειδής
τιαρο-ειδής, ές, von der Art od. Gestalt der τιάρα, Xen. An. 5, 4, 13.
-
111 τιγρο-ειδής
τιγρο-ειδής, ές, tigerartig, bes. fleckig wie ein Tiger, D. Cass. 75, 14.
-
112 τορνο-ειδής
τορνο-ειδής, ές, dem Kreise ähnlich, Sp.
-
113 τονο-ειδής
τονο-ειδής, ές, tonartig, dem Tone ähnlich, Sp.
-
114 τοξο-ειδής
τοξο-ειδής, ές, bogenartig, bogenförmig, Callixen. bei Ath. V, 206 a.
-
115 ταὐτο-ειδής
ταὐτο-ειδής, ές, von derselben Art, Gestalt, Sp.
-
116 τῡφωνο-ειδής
τῡφωνο-ειδής, ές, von der Art eines Wirbelwindes, einem Wirbelwinde ähnlich, Strab. 5, 4, 9 im adv.
-
117 φρῡνο-ειδής
φρῡνο-ειδής, ές, krötenartig, an Gestalt od. Farbe, Arist. probl. 1, 22.
-
118 φωτεινο-ειδής
φωτεινο-ειδής, ές, lichtartig, Schol. Eur. Hipp. 740.
-
119 φωτο-ειδής
φωτο-ειδής, ές, lichtartig, lichtvoll, Sp.
-
120 φιαλο-ειδής
φιαλο-ειδής, ές, von der Gestalt einer Schaale, einer Schaale ähnlich, Schol. Ar. Ach. 1227 u. a. Sp.
См. также в других словарях:
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
εἰδῇς — οἶδα see perf subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴδῃς — οἶδα see perf subj act 2nd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδῆις — εἰδῇς , οἶδα see perf subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμοειδής — θερμοειδής, ές (Α) αυτός που έχει θερμή φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + ειδής (< είδος) πρβλ. δυσ ειδής, ευ ειδής, κερατο ειδής] … Dictionary of Greek
θρομβοειδής — ές (ΑΜ θρομβοειδής, ές) θρομβώδης μσν. (για ιδρώτα) αυτός που αποτελείται από μεγάλες σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρόμβος + ειδής (< είδος) πρβλ. δακτυλιο ειδής, ρομβο ειδής. Η λ. επανήλθε στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. thromboid < … Dictionary of Greek
ιοειδής — (I) ές (Α ἰοειδής, ές) αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, μενεξεδής, ιόχρους («ἰοειδέα πόντον», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιοειδή οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών αρχ. 1. αυτός που ευωδιάζει όπως το ίον, ευώδης 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
ετερειδής — ἑτερειδής, ές (Α) ετεροειδής, φανταστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + ειδής (< είδος) πρβλ. δυσ ειδής, ωο ειδής] … Dictionary of Greek
ετεροειδής — ές (ΑΜ ἑτεροειδής, ές) 1. αυτός που ανήκει σε άλλο είδος 2. αυτός που έχει διαφορετική μορφή, ο ανομοιόμορφος (νεολλ.) βοτ. λέγεται για μέρη τα οποία, στο ίδιο άτομο, παρουσιάζουν διάφορες μορφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + ειδής (< είδος), πρβλ … Dictionary of Greek
ευειδής — ές (ΑΜ εὐειδής, ές) αυτός που έχει ωραία μορφή (είδος), ο ωραίος, ο όμορφος («γυνή προσελθούσα καλή και ευειδής», Παπαδ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐειδές η καλλονή, η ομορφιά τού προσώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ειδής (< είδος «όψη»), πρβλ. δυσ… … Dictionary of Greek
ευλαβοειδής — εὐλαβοειδής, ές (Μ) ευλαβής, πλήρης σεβασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύλαβο (< ευλαβής) + ειδής < είδος (πρβλ. δυσ ειδής, ωο ειδής)] … Dictionary of Greek