-
1 δεον
III- οντος τό [δέω II] тж. pl. нужное, должное, надлежащее, необходимоеἐς τὸ δ. Her. — в случае надобности, но тж. ἐς (τὸ) δ. Soph., Her., εἰς δ. Dem. кстати, во-время;
ἐν (τῷ) δέοντι (sc. καιρῷ) Her., Eur., Thuc., Arph. — своевременно;πρὸ τοῦ δέοντος Soph. — преждевременно;οὐδεν δ. Her., εἰς οὐδὲν δ. Dem. — без всякой надобности, ни к чему, зря;θᾶττον τοῦ δέοντος Plat. — скорее, чем нужно -
2 παραναλισκω
(fut. παραναλώσω; aor. pass. παραναλώθην)1) расходовать зря, расточать2) приносить в жертву, губить (sc. ἄνδρα ἄριστον Plut.)
См. также в других словарях:
δει — (AM δεῑ) (απρόσ. ρήμα) Ι. φρ. 1. «πολλοῡ δεῑ», «πολλοῡ γε καὶ δεῑ» απέχει πολύ, είναι πολύ μακριά από το να..., κατ ουδένα τρόπο 2. «ὀλίγου ή μικροῡ δεῑ ή ἐδέησε» παρά λίγο, λίγο έλειψε να... νεοελλ. φρ. «εδέησε να...» κατορθώθηκε επιτέλους να … Dictionary of Greek
πολίτευμα — το, ΝΜΑ [πολιτεύομαι] το πολιτειακό καθεστώς μιας χώρας το οποίο στηρίζεται στο Σύνταγμα (α. «δημοκρατικό πολίτευμα» β. «πολιτεύματα σωφρονικά», Δίον. Αλ.) νεοελλ. 1. ο τρόπος, η μορφή οργάνωσης τής πολιτικής εξουσίας σε μια πολιτεία, σε ένα… … Dictionary of Greek
φρονώ — φρονῶ, έω, ΝΜΑ έχω τη γνώμη, νομίζω, πιστεύω (α. «δεν φρονούμε τα ίδια» β. «φρονώ ότι η Καρχηδών πρέπει να καταστραφεί», παροιμ. φρ. γ. «ἄλλα φρονεόντων καὶ ἄλλα λεγόντων», Ηρόδ.) αρχ. 1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, διανοούμαι («ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς… … Dictionary of Greek