-
1 ἀστρονομέω
A study astronomy, Ar.Nu. 194, Pl.Tht. 174a:—[voice] Med., D.L.1.34, Iamb.VP25.112:—[voice] Pass., ὡς νῦν ἀστρονομεῖται as astronomy is now practised, Pl.R. 530c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστρονομέω
См. также в других словарях:
αστρονομώ — (AM ἀστρονομῶ, έω) [αστρονόμος] ασχολούμαι με την αστρονομία μσν. νεοελλ. μαντεύω το μέλλον παρατηρώντας τ άστρα νεοελλ. προσπαθώ να μαντέψω τον καιρό αρχ. παθ. «ὡς νῡν ἀστρονομεῑται» όπως ασκείται τώρα η αστρονομία … Dictionary of Greek