-
61 ἀμάθητος
-
62 ἀρτιμαθής
ἀρτι-μαθής, der eben erst gelernt, erfahren hat -
63 αὐτομαθής
αὐτο-μαθής, für sich, ohne Anweisung gelernt habend -
64 βραδυμαθής
-
65 δυςμαθής
-
66 εὐμαθής
εὐ-μαθής, ές, (1) leicht lernend, auffassend, begreifend; πρὸς τὰ λοιπὰ εὐμαϑέστεροι γενήσεσϑε, ihr werdet das Übrige leichter verstehen. Adv., εὐμαϑῶς παρακολουϑεῖν, d. i. willig; ἵνα εὐμενῶς καὶ εὐμαϑέστερον τὴν ἐπίταξιν δέξηται, leichter, williger aufnehmen. (2) leicht zu lernen, verständlich -
67 ἡμιμαθής
ἡμι-μαθής, ές, halbgelehrt -
68 ἱερομαθής
ἱερο-μαθής, ές, Heiliges lernend -
69 κακομαθής
κακο-μαθής, ές, schlecht, d. i. langsam, schwer lernend -
70 νομομαθής
νομο-μαθής, ές, gesetzkundig, die Gesetze gelernt habend -
71 ὀλιγομαθής
ὀλιγο-μαθής, ές, wenig lernend, gelernt habend -
72 ὁμομαθής
ὁμο-μαθής, ές, zusammen lernend -
73 ὀξυμαθής
ὀξυ-μαθής, ές, schnell lernend, begreifend -
74 ὀψιμαθής
ὀψι-μαθής, ές, spät lernend, einsehend; bes. mit dem spät Erlernten Prunk treibend, kleinlich stolz darauf seiend; auch das spät Erlernte nicht recht verstehend od. verkehrt anwendend -
75 παιδομαθής
παιδο-μαθής, ές, als Kind gelernt habend, früh unterrichtet -
76 περιμαθής
περι-μαθής, ές, sehr gelehrt -
77 πολυμαθής
πολυ-μαθής, ές, u. πολυ-μαθήμων, viel gelernt habend, viel wissend -
78 πραγματομαθής
πραγματο-μαθής, ές, der viele Geschäfte gelernt hat, weltklug -
79 ταχυμαθής
ταχυ-μαθής, ές, schnell, leicht lernend -
80 φιλομαθής
φιλο-μαθής, ές, das Lernen liebend, gern, eifrig lernend, wißbegierig, gelehrig
См. также в других словарях:
-μαθής — (AM μαθής) β συνθετικό λόγιας προέλευσης επιθέτων < αρχ. μαθής < μάθος < μανθάνω*, που σημαίνουν τον γνώστη, αυτόν που έχει μάθει και γνωρίζει κάτι.Παραδείγματα σύνθ. σε μαθής: αμαθής, αρτιμαθής, αυτομαθής, δυσμαθής, ευμαθής, ημιμαθής,… … Dictionary of Greek
μάθης — μάθη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάθῃς — μάθη fem dat pl (epic) μανθάνω learn aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μὴ ἄρχε, πρὶν ἄρχεσθαι μάθης. — См. Кто не умеет повиноваться, тот не умеет повелевать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
μάθηις — μάθῃς , μάθη fem dat pl (epic) μάθῃς , μανθάνω learn aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμαθής — ές (ΑΜ εὐμαθής, ές) 1. αυτός που μαθαίνει εύκολα και γρήγορα, επιδεκτικός μαθήσεως, ταχυμαθής 2. αυτός που επιθυμεί μάθηση, μόρφωση αρχ. 1. αυτός που μαθαίνεται εύκολα, ευνόητος, κατανοητός 2. φρ. «εὐμαθὲς φώνημα» ευδιάγνωστη, ευκρινής φωνή… … Dictionary of Greek
ευρυμαθής — ές αυτός που έχει ευρεία μάθηση, πλούτο γνώσεων, ο πολυμαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + μαθής (< μάθος), πρβλ. α μαθής, πολυ μαθής] … Dictionary of Greek
ημιμαθής — ές (Α ἡμιμαθής, ές) αυτός που έχει ανεπαρκείς ή συγκεχυμένες γνώσεις, αυτός που γνωρίζει ατελώς, ελλιπώς, μια επιστήμη ή μια τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μαθής (< μανθάνω, πρβλ. αόρ. β έ μαθ ον), πρβλ. α μαθής πολυ μαθής] … Dictionary of Greek
ιταλομαθής — ές αυτός που γνωρίζει και χειρίζεται καλά τα ιταλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰταλός + μαθής (< μάθος, το < μανθάνω), πρβλ. αγγλο μαθής, γαλλο μαθής] … Dictionary of Greek
κακομαθής — ές (Α κακομαθής, ές) αυτός που μαθαίνει κάτι δύσκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μαθής (< μάθος), πρβλ. φιλο μαθής, χρηστο μαθής] … Dictionary of Greek
ισπανομαθής — ές ο κάτοχος, ο γνώστης τής ισπανικής γλώσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἱσπανός + μαθής (< μάθος < θ. μαθ. τού μανθάνω, πρβλ. αόρ. β έ μαθ ον), πρβλ. ελληνο μαθής] … Dictionary of Greek