-
1 ὦτος
-
2 ὦτος
ὦτος, ὁ, die Ohreule -
3 πολύ-ωτος
πολύ-ωτος, vielöhrig, Luc. Philopatr. 3.
-
4 τετρά-ωτος
τετρά-ωτος, mit vier Ohren od. Handhaben, Ath. XI, 483 a.
-
5 βραχύ-ωτος
βραχύ-ωτος, κώϑων, kurzhenklig, Henioch. com. Ath. XI, 483 e.
-
6 μόν-ωτος
-
7 δί-ωτος
-
8 ἄ-ωτος
-
9 ἄμφ-ωτος
-
10 τριχό-βρως
τριχό-βρως, ωτος, od. richtiger τριχοβρώς, ῶτος, ὁ, ἡ, Haare fressend, Motten, Ar. Ach. 1076; vgl. Poll. 2, 24.
-
11 οὖς
οὖς, τό, aus οὖας zsgz. u. dah. im gen. ὠτός, ὦτα, ὤτων, dat. plur. statt ὠσίν bei Sp. auch ὤτοις, vgl. Lob. Phryn. 211, – das Ohr, auris, bei den Lacedämoniern u. Kretern αὖς, αὐτός, lautend; Hom. hat von dieser Form nur den acc. sing. οὖς, Il. 11, 109. 20, 473, u. den dat. plur. ὠσίν, Od. 12, 200; ἐν ὠσὶ νωμῶν καὶ φρεσίν, Aesch. Spt. 25, wie δι' ὤτων φρενός τε δαμίας περαῖνον Ch. 54; βοᾷ δ' ἐν ώσὶ κέλαδος, Pers. 597; τοῦτο διαμπερὲς οὖς ἵκετ' ἅπερ τε βέλος, Ch. 374; ὀρϑὸν οὖς ἵστησιν, Soph. El. 27, vom Pferde, die Ohren spitzen (vgl. Luc. Tim. 23 u. a. Sp., ἑστῶσιν ὠσίν τι ἀκοῦσαι, Aristid.); τυφλὸς τά τ' ὦτα τόν τε νοῦν τά τ' ὄμματ' εἶ, O. R. 371; καί με φϑόγγος οἰκείου κακοῠ βάλλει δι' ὤτων, Ant. 1173, öfter, wie Eur. u. sp. D., χ' ἁμῖν τοῦτο δι' ὠτὸς ἔγεντο Theocr. 14, 27; Her. gew. im plur., 1, 8. 4, 29. 7, 39; προςκύψας μοι σμικρὸν πρὸς τὸ οὖς, Plat. Euthvd. 275 a; παρεῖχον τὰ ὦτα, Crat. 396 d, u. öfter in ähnl. Vrbdgn, sein Ohr leihen; ἐπισχόμενος τὰ ὦτα, Conv. 216 a u. öfter, u. Folgende; λόγους ψιϑοροὺς πλάσσων εἰς ὦτα φέρει πᾶσιν Ὀδυσσεύς, Soph. Aj. 149, wie auch wir sagen »ins Ohr flüstern«, heimlich; so Sp., wie Plut. – Uebertr. wie ὀφϑαλμός, ὦτα καὶ ὀφϑαλμοὶ πολλοὶ βασιλέως, Luc. adv. ind. 23, von den Dienern des Königs; vgl. Schol. Ar. Ach. 92; Plut. de curiosit. 16 τὸ τῶν λεγομένων ὤτων καὶ προςαγω γέων γένος. – An Gefäßen, wie Bechern und Krügen, der Henkel, Handgriff, Ath. XI, 474 d, Plut. u. a. Sp.; – οὖς Ἀφροδίτης hieß eine Muschelart, Ath. III, 88 d.
-
12 ἄκνισσος
ἀκνίσ(σ)ωτοςἄ-κνισσος, ἄ-κνῑσος, ἀ-κνίσ(σ)ωτος, ohne Opferduft; ohne Fett. -
13 ἄκνῑσος
ἀκνίσ(σ)ωτοςἄ-κνισσος, ἄ-κνῑσος, ἀ-κνίσ(σ)ωτος, ohne Opferduft; ohne Fett. -
14 παρθενό-χρως
παρθενό-χρως, ωτος, ὁ, ἡ, von jungfräulicher, zarter Farbe, κρόκος, Mel. 1 (IV, 1).
-
15 πελ-αργό-χρως
πελ-αργό-χρως, ωτος, ὁ, ἡ, storchfarbig, Lycophr. 24.
-
16 παιδο-βρώς
παιδο-βρώς, ῶτος, Kinder verzehrend, Eust. 86, 13, von Kronos.
-
17 παιδ-έρως
παιδ-έρως, ωτος, ὁ, 1) nach Poll. 3, 7 bei Teleclid. = παιδεραστής, od. von einem Knaben, wie Eros schön. – 2) eine Pflanze, deren Blüthen zu Kränzen geflochten werden; Paus. 2, 10, 5; Diosc. – 3) eine rothe Schminke; Alexis bei Ath. XIII, 568 c; παιδέρωτι τὸ πρόςωπον ὑπαλειφόμενος, XII, 542 d, wie Ael. V. H. 9, 9 u. a. Sp. – 4) Nach Plin. H. N. 37, 22 auch ein Edelstein, eine Art Opal; vgl. Orph. Lith. 280.
-
18 παλιγ-γέλως
παλιγ-γέλως, ωτος, ὁ, gegenseitiges Verlachen, Philo.
-
19 ποικιλό-χρως
ποικιλό-χρως, ωτος, = ποικιλόχροος.
-
20 πολυ-έρως
См. также в других словарях:
Ὦτος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ωτός — (I) ΝΜΑ κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας, που παράγονται από ουσιαστικά (πρβλ. αγκαθ ωτός, δαντελ ωτός, δικτυ ωτός, διχαλ ωτός, κλαδ ωτός, κροκ ωτός, οδοντ ωτός κ.ά.) (II) Ν κατάληξη επιθέτων τής Νέας Ελληνικής που… … Dictionary of Greek
ώτος — Πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της Ιφιμέδειας. * * * ο / ὦτος, ΝΑ, και ὠτός Α νεοελλ. ζωολ. γένος γλαυκόμορφων πτηνών, στο οποίο ανήκει μεταξύ άλλων και ο κν. γνωστός γκιόνης αρχ. 1. το πουλί μπούφος («ὁ δ ὦτος,… … Dictionary of Greek
ωτός — Πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της Ιφιμέδειας. * * * ὁ, Α βλ. ώτος … Dictionary of Greek
ὠτός — οὖς Cultes Egyptiens neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦτος — ἆ̱τος , ἄατος insatiate masc/fem nom sg ἄτος , ἆτος insatiate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελ(λ)ωτός — ή, ό, Ν [σελ(λ)ώνω] (για άλογο) αυτός στον οποίο έχει προσδεθεί σέλα («το σελλωτό σπαθάτο τής Αραπιάς... φρουμάζει», Μαλακ.) … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)ωτός — ή, ό, Ν βλ. σκυρωτός … Dictionary of Greek
παρθενόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει παρθενικό, λεπτό, ωραίο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + χρως, ωτός «χρώμα»] … Dictionary of Greek
ποικιλόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α ποικιλόχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + χρως (< χρως, ωτός «χρώμα»), πρβλ. πολύ χρως] … Dictionary of Greek
πολυέρως — ωτος, ὁ, Α 1. αυτός που αγαπά πολύ 2. αυτός που έχει πολλούς έρωτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἔρως, ωτος (πρβλ. φίλ ερως)] … Dictionary of Greek