-
1 ωμοφρων
2, gen. ονος дикий, суровый, жестокий, неумолимый(λύκος, σίδαρος Aesch.; πατήρ Soph.; μήτηρ = Κλυταιμνήστρα Eur.)
См. также в других словарях:
ὠμόφρων — savage minded masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωμόφρων — ονος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που έχει ωμό φρόνημα, σκληρή ψυχή, άσπλαχνος 2. μτφ. (για πράγμ.) αυτός που διακρίνεται για τη μεγάλη του αντοχή, ανθεκτικός («ὠμόφρων σίδαρος», Αισχύλ.). επίρρ... ὠμοφρόνως Α με ωμότητα φρονήματος, με σκληρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ὠμοφρόνως — ὠμόφρων savage minded indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμόφρονα — ὠμόφρων savage minded masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμόφρονες — ὠμόφρων savage minded masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμόφρονος — ὠμόφρων savage minded masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Grüngestreifter Grundkäfer — (Omophron limbatum) Systematik Klasse: Insekten (Insecta) Ordnung … Deutsch Wikipedia
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
ωμοφροσύνη — ἡ, Μ [ὠμόφρων] ωμότητα ψυχής, σκληρότητα … Dictionary of Greek
ωμοφρόνως — Α επίρρ. βλ. ὠμόφρων … Dictionary of Greek
ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… … Dictionary of Greek