-
1 ωλεσίκαρποι
-
2 ὠλεσίκαρποι
См. также в других словарях:
ὠλεσίκαρποι — ὠλεσίκαρπος losing its fruit masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωλεσίκαρπος — και ὀλεσίκαρπος, ον, Α (επικ. τ.) 1. (για δένδρα) αυτός που χάνει τους καρπούς του πριν αυτοί ωριμάσουν («μακραί τ αἴγειροι καὶ ἰτέαι ὠλεσίκαρποι», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. άγονος 3. φρ. «ὠλεσίκαρπον τύμπανο» τύμπανο που έκρουαν στα μυστήρια τής Κυβέλης… … Dictionary of Greek