Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ὕψη

  • 1 высота

    высот||а
    ж
    1. τό ὕψος, τό ψήλος:
    \высота иад уровнем мо́ря τό ὑψόμετρο, ὁ ὑψο-δείκτης· \высота полета ἀβ. τό ὑψος· πτήσης· набирать \высотау́ ἀβ. ἀνεβαίνω ψηλά· \высота тона τό ὕψος τῆς φωνής· в \высотае́ στά ὕψη· с \высотаы ἀπό τό ὕψος, ἐξ ὕψους·
    2. (возвышенность) τό ὑψωμα:
    горные высоты τά ὁρεινά ὕψη, τά κορφοβούνια· ◊ командные высоты τά ήνία τής ἐξουσίας· быть на \высотае положения εἶμαι (или στέκομαι) στό ὕψος τών περιστάσεων.

    Русско-новогреческий словарь > высота

  • 2 высокий

    высокий 1) (υ) ψηλός; μεγάλος (большой) \высокийого роста υψηλού αναστήματος' \высокийое давление η υψηλή πίεση·\высокийая температура (у больного) о ( μεγάλος) πυρετός \высокийие цены οι υψηλές τιμές 2) (превосходный) ανώτερος, άριστος ◇ \высокийие договаривающиеся сто роны дип. τα υψηλά συμβαλ λόμενα μέρη \высокий гость о υψη λός ξένος
    * * *
    1) (υ)ψηλός; μεγάλος ( большой)

    высо́кийого ро́ста — υψηλού αναστήματος

    высо́кийое давле́ние — η υψηλή πίεση

    высо́кийая температу́ра (у больного) — о (μεγάλος) πυρετός

    высо́кийие це́ны — οι υψηλές τιμές

    2) ( превосходный) ανώτερος, άριστος
    ••

    Высо́кие Догова́ривающиеся Сто́роны — дип. τα υψηλά συμβαλλόμενα μέρη

    высо́кий гость — ο υψηλός ξένος

    Русско-греческий словарь > высокий

  • 3 заоблачный

    заоблачн||ый
    прил
    1. δυσθεώρητος:
    \заоблачныйая высь τά δυσθεώρητα ὕψη·
    2. перен ἀνεδαφικός, χιμαιρικός, οὐτοπιστικός:
    \заоблачныйые мечты οἱ χιμαιρικές ἐλπίδες.

    Русско-новогреческий словарь > заоблачный

  • 4 материя

    материя I ж филос. ἡ ὕλη· ◊ говорить о высоких \материях ирон. μιλώ γιά ὑψη-λα θέματα· э́то ску́чная \материя εἶναι ἀνιαρό (или βαρετό) θέμα. материя II ж (ткань) τό ὑφασμα.

    Русско-новогреческий словарь > материя

  • 5 shoot up

    (to grow or increase rapidly: Prices have shot up.) ανεβάζω/ανεβαίνω στα ύψη

    English-Greek dictionary > shoot up

  • 6 soar

    [so:]
    (to fly high: Seagulls soared above the cliffs; Prices have soared recently.) πετώ,ανεβαίνω στα ύψη

    English-Greek dictionary > soar

  • 7 вознести

    -есу, -есёшь, παρλθ. χρ. вознес, -есла, -ло; μτχ. παρλθ. χρ. вознесший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вознесенный, βρ: -сен, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    ανεβάζω, σηκώνω ψηλά, υψώνω, αίρω, επαίρω, ανάγω•

    вознести до небес υψώνω στα ουράνια•

    судьба его высоко -ела η τύχη τον ανέβασε ψηλά.

    1. υψώνομαι, ανυψώνομαι, ανεβαίνω ψηλά, στα ύψη• ανεγείρομαι.
    2. (απλ.) περηφανεύομαι, υψηλοφρονω, μεγαλοφρονω.

    Большой русско-греческий словарь > вознести

  • 8 восхитить

    -и/щу, -и/тишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. восхищенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    παλ. εξυψώνω, ανεβάζω στα ύψη, μεγαλύνω.
    -ищу/, -ити/шь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. восхищённый, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    εκπλήσσω, προξενώ θαυμασμό, θέλγω, κατευφραίνω.
    -ся
    θαυμάζω, θέλγομαι, ευφραίνομαι, αγαλλιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > восхитить

  • 9 восхищать(ся)

    ρ.δ.
    βλ. восхи/тить.
    εξυψώνομαι, ανεβαίνω στα ύψη, μεγαλύνομαι.
    ρ.δ.
    βλ. восхити/ть(ся).

    Большой русско-греческий словарь > восхищать(ся)

  • 10 горний

    -яя, -ее, επ. παλ. ουράνιος, που βρίσκεται στα ύψη. || υψηλός, ανώτερος.

    Большой русско-греческий словарь > горний

  • 11 поднебесье

    ουδ. ο ουράνιος θόλος, το στερέωμα, τα επουράνια, οι αιθέρες, τα ύψη.

    Большой русско-греческий словарь > поднебесье

  • 12 полёт

    α.
    1. πτήση, πέταγμα•

    полёт самолта πτήση του αεροπλάνου.

    || εκτόξευση, εκσφε-ντόνιση•

    полёт снаряда, πτήση του βλήματος•

    полёт уток бьют на полёт τις πάπιες τις πυροβολούν στο αέρα, στο φτερό, κατά την πτήση.

    2. μτφ. απομάκρυνση, μακρινό (στα ύψη) πέταγμα•

    полёт фантазии το πέταγμα της φαντασίας•

    полёт мысли το πέταγμα της σκέψης.

    εκφρ.
    птица высокого ή высшего -а – άνθρωπος με μεγάλη επιρροή ή κύρος•

    Большой русско-греческий словарь > полёт

См. также в других словарях:

  • Ὕψη — Ὕψευς masc nom/voc/acc dual Ὕψευς masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕψη — ὕψος height neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὕψος height neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …   Dictionary of Greek

  • ιονόσφαιρα — Το ιονισμένο τμήμα της ανώτερης ατμόσφαιρας που ξεκινά περίπου από τα 50 χλμ. (το πάνω άκρο της κρατόσφαιρας) και φτάνει σε απόσταση μεγαλύτερη από 1.000 χλμ. Η ι. αποτελείται από αραιό, ελαφρώς ιονισμένο πλάσμα που βρίσκεται μέσα στο μαγνητικό… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • τοπογραφία — Επιστήμη που μελετά τις μεθόδους και τα όργανα λεπτομερούς αναπαράστασης της φυσικής επιφάνειας της Γης, για την εκτέλεση πάνω σε αυτή διαφόρων γεωμετρικών πράξεων. Η εργασία γίνεται με την υπόθεση ότι η επιφάνεια του γεωειδούς μπορεί να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»