-
61 ὑφόρμιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑφόρμιον
-
62 ὕφορμος
ὕφορμ-ος, ὁ, (Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὕφορμος
-
63 εἴρω
εἴρω (1) (root ϝερ, cf. verbum), assumed pres. for fut. ἐρέω, -έει, -έουσι, part. ἐρέων, ἐρέουσα, pass. perf. εἴρηται, part. εἰρημένος, plup. εἴρητο, fut. εἰρήσεται, aor. part. dat. sing. ῥηθέντι: say, speak, declare; strictly with regard merely to the words said; announce, herald, ( Ἠώς) Ζηνὶ φόως ἐρέουσα, Il. 2.49; ( Ἑωσφόρος) φόως ἐρέων ἐπὶ γαῖαν, Il. 23.226.εἴρω (2) (root σερ, cf. sero), only pass. perf. part. ἐερμένος, plup. ἔερτο: string, as beads; μετὰ (adv.) δ' ἠλέκτροισιν ἔερτο, at intervals ‘was strung’ with beads of amber, Od. 15.460 ; ὅρμος ἠλέκτροισιν ἐερμένος, Od. 18.296; γέφῦραι ἐερμέναι, ‘joined’ in succession, Il. 5.89.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εἴρω
-
64 εὔορμος
εὔ-ορμος: affording good moorage or anchorage, Il. 21.23. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εὔορμος
-
65 ὁρμαθός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὁρμαθός
-
66 πάνορμος
πάν-ορμος: offering moorage at all points, ‘convenient for landing,’ Od. 13.195†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πάνορμος
-
67 ὅρμῑνον
ὅρμῑνονGrammatical information: n.Meaning: `sage, Salvia Horminum' (Thphr.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Formation like σέλῑνον, κύμῑνον, καρδαμί̄νη, βολβί̄νη a.o. (Chantraine Form. 204, Schwyzer 491), so either like the two first mentioned a loan, or from ὅρμος, what must be semantically argued, or evt. with Strömberg Pflanzennamen 93 from ὁρμή `assault, onrush', as the plant was used as sexual stimulant. Worthless root-etymology by Holthausen IF 25, 153: as medicinal herb ( salvia: salvus) to Av. haraiti `observes, protects' (IE *sér-eti) etc.; further cognates in WP. 2, 498f., Pok. 910, W.-Hofmann s. servō (not to Ἥρα, ἥρως). - No doubt Pre-Greek, as the other words with -ῑν- (not in Furnée).Page in Frisk: 2,420Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὅρμῑνον
-
68 προσορμίζω
προσορμίζω 1 aor. pass. προσωρμίσθην (Hdt. et al.; ins, pap); the act., which is rare, means ‘bring a ship into harbor’, the mid. (Philo, Agr. 64, cp. Somn. 2, 143) or pass. (Arrian, Anab. 6, 4, 6; 20, 7; Aelian, VH 8, 5; Cass. Dio 41, 48; 64, 1) aorist, come into harbor, come to anchor Mk 6:53.—DELG s.v. 2 ὅρμος. M-M.
См. также в других словарях:
ὅρμος — cord masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρμος — Θαλάσσια περιοχή κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, λιμανάκι. Ό. λέγεται και αρχαίο κόσμημα, παρόμοιο με το περιδέραιο, κοσμητικό συμπλήρωμα όχι μόνο της γυναικείας ενδυμασίας αλλά και της αντρικής. Αποτελείται από πολύτιμη αλυσίδα ή νήμα, στην… … Dictionary of Greek
ορμός — Θαλάσσια περιοχή κατάλληλη για αγκυροβόληση πλοίων, λιμανάκι. Ό. λέγεται και αρχαίο κόσμημα, παρόμοιο με το περιδέραιο, κοσμητικό συμπλήρωμα όχι μόνο της γυναικείας ενδυμασίας αλλά και της αντρικής. Αποτελείται από πολύτιμη αλυσίδα ή νήμα, στην… … Dictionary of Greek
Όρμος Αλμύρου — Sp Almỹro įlanka Ap Όρμος Αλμύρου/Ormos Almyrou L Egėjo j. prie Kretos, Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Όρμος Αγίου Ιωάννη — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στη πρώην επαρχία Θηβών του νομού Βοιωτίας … Dictionary of Greek
Όρμος Αθηνιός — Οικισμός (υψόμ. 8 μ.) της Θήρας του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Όρμος Αιγιάλης — Οικισμός (υψόμ. 20 μ.) της Αμοργού του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Όρμος Λεμονιάς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) στην πρώην επαρχία Δωρίδος του νομού Φωκίδος … Dictionary of Greek
Όρμος Μαραθόκαμπου — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) της Σάμου του νομού Σάμου … Dictionary of Greek
Όρμος Παναγίας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) του νομού Χαλκιδικής … Dictionary of Greek
Όρμος Πανόρμου — Οικισμός (υψόμ. 20 μ.) της Τήνου του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek