-
101 ὑπό-τυψις
-
102 ὑπό-τασις
ὑπό-τασις, ἡ, das Unterspannen, das sich Darunterhinerstrecken, πεδίων ὑποτάσεις, die sich untenhin erstreckenden Felder, Eur. Bacch. 738.
-
103 ὑπό-τεφρος
ὑπό-τεφρος, etwas aschfarbig, Sp.
-
104 ὑπό-ταξις
ὑπό-ταξις, εως, ἡ, Unterwerfung, Unterwürfigkeit, D. Hal.
-
105 ὑπό-τοπος
-
106 ὑπό-τονος
ὑπό-τονος, das Untergestützte, bes. die Säule, die das Dach stützt, Sp.
-
107 ὑπό-τῡφος
-
108 ὑπό-φυσις
ὑπό-φυσις, ἡ, Nachwuchs, Sprößling, Sp.
-
109 ὑπό-φασις
-
110 ὑπό-φαυσις
ὑπό-φαυσις, ἡ, geringe, unmerkliche Erhellung, durch eine Oeffnung, ein Fenster, Her. 7, 36; übh. schmale Oeffnung, schmaler Zwischenraum.
-
111 ὑπό-φαυτις
ὑπό-φαυτις, ιος, ἡ, äol. = ὑπόφασις; so διαβολιᾶν ὑποφαύτιες, heimliche Einflüsterung der Verleumdungen, Pind. P. 2, 76, nach Böckh's Emend., s. ὑποφᾶτις.
-
112 ὑπό-φαυλος
ὑπό-φαυλος, etwas schlecht, gering, Hippocr.
-
113 ὑπό-φεως
-
114 ὑπό-φαιδρος
ὑπό-φαιδρος, etwas heiter, froh, Poll. 4, 143.
-
115 ὑπό-φαιος
-
116 ὑπό-φορος
-
117 ὑπό-φλοισβος
ὑπό-φλοισβος, von unten od. leise rauschend, ϑάλασσα Orph. lith. 15, 13.
-
118 ὑπό-φθονος
ὑπό-φθονος, ein wenig neidisch; ὑποφϑόνως ἔχειν πρός τινα, neidisch, übel gesinnt sein gegen Einen, Xen. Hell. 7, 1,26.
-
119 ὑπό-χρεως
ὑπό-χρεως, ων, gen. ω, verschuldet; Ar. Nubl. 242; κλῆρος Is. 10, 16; οὐσία ib. 17; im Ggstz von ἐλεύϑερος Pol. 27, 6,12; τῶν πλουσίων, Schuldner, Plut. Sol. 13. – Uebh. verpflichtet, verbindlich, ὑπόχρεως φιλίας καὶ χάριτος, wegen genossener Liebe u. Huld verpflichtet od. zu Liebe u. Dank verpflichtet, Plut. Pomp. 76; vgl. Pol. 4, 51, 2. 9, 29, 7; auch τῇ μεγίστῃ χάριτι γεγονότες ὑπόχρεοι ἐκείνοις, 22, 2,10.
-
120 ὑπό-χρῡσος
ὑπό-χρῡσος, worunter Gold ist, mit Gold vermischt, goldhaltig, Plat. Rep. III, 415 c; – unter Gold sitzend, sehr reich; ἔμπορος Heliod. 2, 8; Luc. Tox. 16.
См. также в других словарях:
υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… … Dictionary of Greek
ὑπό — úpa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕπο — ὑπό úpa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπό — απαρχαιωμένη πρόθ. ως επίρρ., αποκάτω, σε υποδεέστερη θέση, σε κατώτερη μοίρα: Μην τον λογαριάζεις, είναι υπό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίος. — ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίος. См. Скорпионы … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὑπὸ τῇ λεοντῇ πάλιν ὄνος ὀγκήσεται. — ὑπὸ τῇ λεοντῇ πάλιν ὄνος ὀγκήσεται. См. Осла и в львиной коже по крику узнаешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀποκρύπτεις, καὶ ὑπὸ κόλπου φυλάττεις. — ἀποκρύπτεις, καὶ ὑπὸ κόλπου φυλάττεις. См. Знает одна грудь да подоплека … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὄφιν ὑπὸ κόλπου θερμαίνειν. — См. Выкормил змейку на свою шейку … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πῦρ ὑπο τῇ σποδιῇ. — См. Под пеплом искра … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ὑποσταθμώμεθα — ὑπό σταθμάομαι measure by rule pres subj mp 1st pl (attic epic ionic) ὑπό σταθμάομαι measure by rule pres ind mp 1st pl ὑπό σταθμάομαι measure by rule pres subj mp 1st pl (attic epic doric ionic) ὑπό σταθμάομαι measure by rule imperf ind mp 1st… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπανάψει — ὑπό , ἀνά ψέω pres imperat act 2nd sg (attic epic) ὑπό , ἀνά ψέω imperf ind act 3rd sg (attic epic) ὑπό ἀνάπτω make fast on aor subj act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ὑπό ἀνάπτω make fast on fut ind mid 2nd sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)