Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ὕπνου

  • 1 спальный

    спаль||ный
    прил τοῦ ὕπνου:
    \спальныйная комната ἡ κρεββατοκάμαρα, τό δωμάτιο ὑπνου· \спальный вагон ἡ κλινάμαξα, τό βαγ-κόν-λί· \спальный мешо́к σλήπιγκ-μπάγκ, ὁ ὑπνο-σάκκος· \спальныйные принадлежности τά κλι-νοσκεπάσματα καί στρώματα, τά στρωσίδια.

    Русско-новогреческий словарь > спальный

  • 2 сонный

    επ.
    1. του ύπνου•

    в -ом состоянии σε κατάσταση ύπνου.

    || στον ύπνο•

    -ые грзы όνειρα, ονειροπολήματα, ονειροφαντασίες•

    бред παραμίλημα στον ύπνο.

    2. αποκοιμισμένος. || μτφ. νωθρός, νωχελής, οκνός, χαύνος.
    3. μαχμουρλής, -ιδικός, υπνώδης, αγουροξυπνημένος. || υπναλέος, νυσταλέος•

    сонный вид νυσταλέα οψη.

    4. υπνογονος, υπνοφόρος• υπνωτικός•

    -ые порошки σκονάκια υπνωτικά.

    εκφρ.
    - ые артерии – οι καρωτίδες αρτηρίες.

    Большой русско-греческий словарь > сонный

  • 3 вагон

    вагон
    м τό βαγόνι[ον], τό ὀχημα:
    спальный \вагон ἡ κλινάμαξα, τό βαγκόν-λί, βαγόνι ὑπνου; мягкий \вагон βαγόνι πρώτης θέσεως; жесткий \вагон βαγόνι τρίτης θέσεως; пассажирский \вагон τό ἐπιβατικό βαγόνι; багажный \вагон τό βαγόνι ἀποσκευών, ἡ σκευοφόρος; почтовый \вагон τό ταχυδρομικό βαγόνι; товарный \вагон τό φορτηγό βαγόνι; \вагон-рестора́н τό βαγκόν ρεστωράν, τό βαγόνι ἐστιατόριο; цельнометаллический \вагон βαγόνι ὀλομέταλλο.

    Русско-новогреческий словарь > вагон

  • 4 грядущий

    гряду́щ||ий
    прил μελλοντικός, προσεχής, ἐπερχόμενος:
    \грядущийие события τά προσεχή γεγονότα· \грядущийие поколения οἱ ἐπερχόμενες γενεές· ◊ на сон \грядущийий разг πρό τοῦ ὕπνου, πρίν νά κοιμηθώ.

    Русско-новогреческий словарь > грядущий

  • 5 спальня

    спальня
    ж ἡ κρεββατοκάμαρα, ὁ κοιτών, τό δωμάτιο ὕπνου.

    Русско-новогреческий словарь > спальня

  • 6 cot death

    noun ((American crib death) the sudden death of a baby during sleep, which cannot yet be explained medically.) ξαφνικός θάνατος βρέφους κατά τη διάρκεια του ύπνου

    English-Greek dictionary > cot death

  • 7 crib death

    noun ((American) cot death; the sudden death of a baby durintg sleep, which cannot yet be explained medically.) ξαφνικός θάνατος βρέφους κατά τη διάρκεια του ύπνου

    English-Greek dictionary > crib death

  • 8 двуспальный

    [ντβουσπάλ'νυϊ] επ. διπλός (για είδη ύπνου)

    Русско-греческий новый словарь > двуспальный

  • 9 спальный

    [σπάλ'νυϊ] εκ του ύπνου

    Русско-греческий новый словарь > спальный

  • 10 двуспальный

    [ντβουσπάλ'νυϊ] επ διπλός (για είδη ύπνου)

    Русско-эллинский словарь > двуспальный

  • 11 спальный

    [σπάλ'νυϊ] εκ του ύπνου

    Русско-эллинский словарь > спальный

  • 12 грядущий

    1. παλ. μτχ. ενεστ. του ρ. грясти.
    2. επ. (υψ. ύφος) επερχόμενος, επικείμεμενος, προσεχής.
    3. ως ουσ. ουδ. -ее το μέλλον.
    εκφρ.
    на сон грядущий – πριν τον ύπνο, κατά την προ του ύπνου προσευχή.

    Большой русско-греческий словарь > грядущий

  • 13 необоримость

    θ.
    το ακαταν ίκητον•

    необоримость сна το ακατανίκητον του ύπνου.

    Большой русско-греческий словарь > необоримость

  • 14 пансион

    α.
    1. εκπαιδευτήριο•, οικοτροφείο•

    пансион для благородных девиц παλ. • παρθεναγωγείο ευγενών κοριτσιών.

    2. ξενοδοχείο φαγητού και ύπνου.
    3. υποτροφία, διαμονή με φαγητό και ύπνο, πανσιόν.

    Большой русско-греческий словарь > пансион

  • 15 проспать

    ρ.σ.
    1. κοιμούμαι (για ένα χρον. διάστημα)•

    я -ал семь часов κοιμήθηκα εφτά ώρες.

    2. κοιμούμαι πολύ, παρακοιμούμαι.
    3. αφήνω, προσπερνώ (λόγω ύπνου)•

    пассажир -ал станцию ο επιβάτης πέρασε το σταθμό, γιατί κοιμήθηκε.

    συνέρχομαι από τη μέθη (με τον ύπνο).

    Большой русско-греческий словарь > проспать

  • 16 спальный

    επ.
    του ύπνου•

    -ая комната υπνοδωμάτιο, κρεβατοκάμαρα, κοιτώνας.

    -ая ουσ. θ.
    βλ. -ая комната.

    Большой русско-греческий словарь > спальный

  • 17 цеце

    θ. άκλ. τσετσέ (μύγα του ύπνου).

    Большой русско-греческий словарь > цеце

  • 18 Counter

    subs.
    For reckoning: P. and V. ψῆφος, ἡ.
    Ticket: P. and V. σύμβολον, τό.
    In a shop: use P. τράπεζα, ἡ.
    ——————
    adj.
    Opposite: P. and V. ἐναντίος.
    Run counter to: P. and V. ἐναντιοῦσθαι (dat.); see Oppose.
    Clash with: P. διαφωνεῖν (dat.).
    A counter charm to sleep: V. ὕπνου... ἀντμολπον κος (Æsch., Ag. 17).
    Anticipate a plot rather than meet it by counter-plots: P. προεπιβουλεύειν μᾶλλον ἢ ἀντεπιβουλεύειν (Thuc. 1, 33).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Counter

  • 19 Rouse

    v. trans.
    Rouse from sleep: P. and V. ἐγείρειν, ἐξεγείρειν, Ar. and P. ἐπεγείρειν, νεγείρειν (Xen.).
    Soon will they rouse from slumber you sleeper: V. τάχα μεταστήσουσʼ ὕπνου τόνδʼ ἡσυχάζοντα (Eur., Or. 133).
    Excite ( persons or feelings): P. and V. ἐγείρειν, ἐξεγείρειν, κινεῖν, ἐπαίρειν, ἐξαίρειν, ὁρμᾶν, ἐξορμᾶν, παρακαλεῖν, Ar. and V. ζωπυρεῖν, V. ἐξγειν, ὀρνναι, ἐκκινεῖν.
    Rouse (a feeling, etc.) in a person: P. and V. ἐμβάλλειν (τί τινι), ἐντίκτειν (τί τινι) (Plat.), ἐντιθέναι (τί τινι), P. ἐμποιεῖν (τί τινι), V. ἐνορνναι (τί τινι).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rouse

  • 20 Sleeper

    subs.
    Use P. and V. ὁ καθεύδων, etc.
    Soon will they rouse yon sleeper from his slumber: V. τάχα μεταστήσουσʼ ὕπνου τόνδʼ ἡσυχάζοντα (Eur., Or. 133).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sleeper

См. также в других словарях:

  • ὑπνοῦ — ὑ̱πνοῦ , ὑπνάω imperf ind mp 2nd sg (attic epic) ὑπνάω pres imperat mp 2nd sg (attic epic) ὑ̱πνοῦ , ὑπνόω put to sleep imperf ind mp 2nd sg ὑπνόω put to sleep pres imperat mp 2nd sg ὑπνόω put to sleep imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὕπνου — Ὕπνος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕπνου — ὕπνον lichen neut gen sg ὕπνος sleep masc gen sg ὕ̱πνου , ὑπνόω put to sleep imperf ind act 3rd sg ὑπνόω put to sleep pres imperat act 2nd sg ὑπνόω put to sleep imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… …   Dictionary of Greek

  • θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… …   Dictionary of Greek

  • υπνοθεραπεία — (Ιατρ.). Μέθοδος που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ορισμένων ψυχικών ασθενειών. Πριν από πολλά χρόνια είχε αναγνωριστεί η θεραπευτική σημασία του ύπνου, η εφαρμογή όμως της υ. έγινε μετά την ανακάλυψη των υπνογόνων φαρμάκων. Η μέθοδος της υ.… …   Dictionary of Greek

  • όνειρο — Η πιο τυπική μορφή ψυχικής δραστηριότητας του ανθρώπου που κοιμάται. Οι νεότερες ψυχοφυσιολογικές έρευνες διαπιστώνουν ότι κατά μέσο όρο βλέπει κανείς τρία ό., κάθε νύχτα, αν και ύστερα δεν τα θυμάται πάντα, ότι τα ό. διαρκούν τόσο χρόνο όσος… …   Dictionary of Greek

  • τσε-τσε — (glossina palpalis). Έντομο της οικογένειας των μυϊιδών. Η μύγα αυτή, το κοινό όνομα της οποίας οφείλεται στον βόμβο που κάνει όταν πετάει, ζει στις υγρές ζώνες της κεντρικής και δυτικής Αφρικής· έχει μήκος 8 10 χιλιοστόμετρα και είναι… …   Dictionary of Greek

  • Μορφέας — Αρχαιοελληνική θεότητα των ονείρων. Ένας από τους χίλιους γιους του Ύπνου, εμφανιζόταν με διάφορες ανθρώπινες μορφές στους κοιμισμένους ανθρώπους, ενώ οι αδελφοί του Φάντασος και Φοβήτωρ (ή Είκελος) παρουσίαζαν στα όνειρά τους τοπία και άψυχα… …   Dictionary of Greek

  • κοίμηση — Η μετάβαση στην κατάσταση του ύπνου. Μεταφορικά, ο όρος κ. χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τον θάνατο αγίων προσώπων και επισκόπων. Μεγάλη χρήση του όρου γίνεται στην αγιογραφία και κυρίως σε φορητές εικόνες και τοιχογραφίες, που απεικονίζουν… …   Dictionary of Greek

  • μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»