-
1 δυσκελαδος
21) крикливый, шумливый(φόβος Hom.)
2) злоречивый(ζῆλος Hes.; φάμα Eur.)
3) зловещий(ὕμνος Ἐρινύος Aesch.; μοῦσα Eur.)
4) хриплый(ἄσθματα Anth.)
См. также в других словарях:
ύμνος — Ποιητικομουσική σύνθεση, της οποίας κεντρικό στοιχείο είναι –από αρχαιοτάτων χρόνων– η εξύμνηση, ακόμα και τελετουργική, των θεοτήτων, των ηρώων, των δυνάμεων της φύσης. Στην έννοια αυτή περιλαβαίνονται οι μαγικοί ύ. των πρωτόγονων λαών, οι… … Dictionary of Greek