-
61 вещество
-
62 горючее
-
63 жидкий
жидкий 1) υγρός ρευστός (текучий) \жидкийое топливо η υγρή καύσιμη ύλη 2) (водя нистый) νερουλός \жидкий кофе о ελαφρύς καφές* * *1) υγρός; ρευστός ( текучий)жи́дкое то́пливо — η υγρή καύσιμη ύλη
2) ( водянистый) νερουλόςжи́дкий ко́фе — ο ελαφρύς καφές
-
64 заправить
заправить, заправлять (горючим) εφοδιάζω με καύσιμη ύλη \заправиться (горючим ) παίρνω (или γεμίζω) βενζίνη* * *= заправлять -
65 материя
-
66 топливо
-
67 веицество
веицеств||ос ἡ ὕλη, ἡ οὐσία:органические \веицествоа οἱ ὁργανικές οὐσίες· красящие \веицествоа οἱ χρωστικές οὐσίες· взрывчатые \веицествоа οἱ ἐκκρηκτικές ὑλες· горючее \веицество ἡ καύσιμος ὕλη· отравляющие \веицествоа τά δηλητηριώδη ἀέρια, οἱ δηλητηριώδεις οὐσίες· обмен веществ физиол. ὁ μεταβολισμός. -
68 топливо
топливос ἡ καύσιμη [-ος] ὕλη, τό καύ-σιμο[ν]:жидкое \топливо ἡ ὑγρή καύσιμη ὕλη. -
69 Ύλαι
-
70 Ὕλαι
-
71 Ύλας
-
72 Ὕλας
-
73 Ύληι
-
74 Ὕληι
-
75 Ύλης
-
76 ύλαι
-
77 ύλας
ὕ̱λᾱς, ὕληforest: fem acc plὕ̱λᾱς, ὕληforest: fem gen sg (doric aeolic)ὕ̱λᾱς, ὑλάωbark: imperf ind act 2nd sgὕλᾱς, ὑλάωbark: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
78 ὕλας
ὕ̱λᾱς, ὕληforest: fem acc plὕ̱λᾱς, ὕληforest: fem gen sg (doric aeolic)ὕ̱λᾱς, ὑλάωbark: imperf ind act 2nd sgὕλᾱς, ὑλάωbark: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
79 ύλης
ὕ̱λης, ὕληforest: fem gen sg (attic epic ionic)ὗλιςmud: fem nom /voc pl (doric aeolic)ὕ̱λης, ὑλάωbark: imperf ind act 2nd sg (doric)ὕ̱λης, ὑλάωbark: imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic)ὕ̱λης, ὑλάωbark: imperf ind act 2nd sgὑλάωbark: pres ind act 2nd sgὑλάωbark: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)——————ὕ̱λῃς, ὕληforest: fem dat pl (epic) -
80 горючий
См. также в других словарях:
Ύλη — (hyle) (греч.) материя, вещество, материал. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
Ὕλη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὕλῃ — Ὕλη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek
ύλη — η 1. κάθε ουσία με διαστάσεις και βάρος που υπάρχει στο χώρο, που είναι διαιρετή, μπορεί να πάρει κάθε σχήμα και αποτελεί το αντικείμενο των αισθήσεών μας. 2. το υλικό με το οποίο είναι κατασκευασμένο ή από το οποίο αποτελείται κάτι, το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὕλη — ὕ̱λη , ὕλη forest fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὗλις mud fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὕ̱λη , ὑλάω bark imperf ind act 3rd sg (doric) ὑλάω bark pres imperat act 2nd sg (doric) ὕ̱λη , ὑλάω bark imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕλῃ — ὕ̱λῃ , ὕλη forest fem dat sg (attic epic ionic) ὕληι , ὗλις mud fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκφυλισμένη ύλη — Ύλη σε πολύ πυκνή κατάσταση που μπορεί να εξασκήσει πίεση εξαιτίας κβαντομηχανικών φαινομένων. Η ε.ύ. βρίσκεται στους λευκούς νάνους και στους αστέρες νετρονίων των οποίων η απομένουσα μάζα, μετά την έκρηξη, έχει πυκνότητα της τάξης των… … Dictionary of Greek
διαστρική ύλη — Η διάχυτη ύλη που βρίσκεται μεταξύ των διαφόρων αστέρων. Από την εποχή του Γαλιλαίου, όταν οι αστρονόμοι απέκτησαν τη δυνατότητα να παρατηρούν και να ερευνούν τον ουρανό με τηλεσκόπια, κατόρθωσαν να διακρίνουν διάφορα λευκά φωτεινά νέφη σε πολλά… … Dictionary of Greek
μεσοαστρική ύλη — (Αστρον.). Ύλη που βρίσκεται στο μεσοαστρικό διάστημα και που συγκεντρώνεται σε σύννεφα ακανόνιστου σχήματος και κατανομής. Αποτελείται από αέριο ή σκόνη και είναι πολύ αραιότερη από την ύλη των νεφελωμάτων. Η μεσοαστρική σκόνη αποτελείται από… … Dictionary of Greek
πρώτη ύλη — Aπό τεχνικοοικονομική έννοια πρώτες ύλες είναι τα καταναλωτικά αγαθά, που καταναλώνονται από μια επιχείρηση για παραγωγικούς σκοπούς, δηλαδή εκείνα που βρίσκονται στη βάση των διαδικασιών μεταποίησης (στάρι, βαμβάκι, μεταλλεύματα) και εκείνα που… … Dictionary of Greek