-
1 aqua
ύδωρ -
2 вода
вод||аж τό νερό, τό ὕδωρ:дождевая \вода τό νερό τής βροχῆς, τό βρόχινο νερό, τό βροχόνερο, τά δμβρια ὕδατα· питьевая \вода τό πόσιμο νερό· минеральная \вода τό μεταλλικό νερό· пресная \вода τό γλυκό νερό· морская \вода τό θαλασσινό νερό· проточная \вода τό τρεχούμενο νερό· грунтовая \вода τό νερό τοῦ ὑπεδάφους· уровень \водаы ἡ στάθμη τοῦ νερού· посадка на воду ἀβ. ἡ προσθαλάσσωση· держаться на \водае ἐπιπλέω, κρατιέμαι στήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροϋ· спускать на воду καθελκύω· ◊ вывести кого-л. на чистую воду ξεσκεπάζω κάποιον, βγάζω τά ἀπλυτα κάποιου στή φόρα· много \водаы утекло́ πέρασε πολύς καιρός· с него как с гуся \вода разг δέν δίνει πεντάρα γιά τίποτε, δέν τοῦ καίγεται καρφί· он \водаы не замутит δέν πειράζει μερμήγκι, εἶναι ἀγαθός (или φιλήσυχος) ἄνθρωπος· словно \водаы в рот набрал σάν νά κατάπιε τή γλώσσα του· как в воду опущенный κατσούφης, στενοχωρημένος· как в во́ду канул ἔγινε ἄφαντος, ἐξαφανίζομαι· как две капли \водаы (о сходстве) ἰδιος καί ἀπαράλλακτος· чувствовать себя как рыба в \водае εἶμαι στό στοιχείο μου· выйти сухим из \водаы βγαίνω λάδι, τή γλυτώνω φτηνά· толочь во́ду в сту́пе κοπανώ ἀέρα· Носить во́ду решетом κουβαλώ νερό μέ τό κόσκινο· чистой \водаώ (о драгоценном камне) γνήσιος· желтая \вода мед. τό γλαύκωμα· тяжелая \вода физ. τό βαρύ ὕδωρ. -
3 Rain
subs.Ar. and P. ὑετός, ὁ, ὕδωρ, τό.Shower: P. and V. ὄμβρος, ὁ (Plat., Rep. 359D).Storm of rain: P. and V. ἐπομβρία, ἡ (Dem. 1274, Æsch., frag., and Ar.), P. χειμὼν νοτερός, ὁ (Thuc. 3, 21).The rain that had fallen in the night: P. τὸ ὕδωρ τὸ γενόμενον τῆς νυκτός (Thuc. 2, 5).There having been an extraordinary fall of rain: P. ὕδατος ἐξαισίου γενομένου (Plat., Critias, 112A).——————v. intrans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rain
-
4 ватты
мор. τα αργιλ(λ)ώδη ρηχά (μη καλυπτόμενα από το ύδωρ/νερό κατά την αμπωτίδα) της Ολλανδίας και της Γερμανίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ватты
-
5 вода
1. (жидкость, представляющая собой соединение водорода с кислородом) το ύδωρразг. το νερόаммиачная - αμμωνιακό -, η υδαρής αμμωνίαдистиллированная - αποσταγμένο/απεσταγμένο -жёлтая - мед. το γλαύκωμαжёсткая - σκληρό -, ασβεστούχο -забортная - мор. θαλάσσιο -зельтерская - см. сельтерская -малая - мор. η ρηχία- θαλάσσηςмытьевая - πλυσίμα-τος/πλύσηςобессоленная - см. опресненная -оборотная - см. циркуляционная -отходящая - см. отработавшая -охлаждающая - ψύξης, ψυκτικό -охлаждённая - κρυο/κρυωμένο -питательная - (котла) мор. - τροφοδότησης (λέβητα), τροφοδοτικό -полная - мор. η πλήμμηполная квадратурная - η πλήμμη διχοτομικής παλίρροιας, η πλήμμη παλίρροιας τετραγωνισμούпроточная - τρεχούμενο -, ρέον -рабочая мор. - λειτουργίαςсбросная - см. отработавшая -солёная - см. морская -тяжелая - физ. βαρύ - (D20)химически связанная - χημι-κά/χημικώς ηνωμένο/ενωμένο -2. -ы мн. τα ύδατα (πλ)· грунторые - υπόγεια -сточные - ακάθαρτα -, τα βροχόνερα3. -ы мед. τα νεράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вода
-
6 водка
η βότκαцарская - хим. το βασιλικό ύδωρ, το μείγμα νιτρικού οξέος (ΗΝ03) και υδροχλωρικού οξέος (HCl) (σε ποσότητα Ι προς 3).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > водка
-
7 водомаслоотделитель
ο διαχωριστής ελαίου/λαδιού από το ύδωρ/νερό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > водомаслоотделитель
-
8 водопотребитель
ο καταναλωτής ύδατος, - ление η κατανάλωση ύδατος-ность οι ανάγκες σε νερό/ύδωρРусско-греческий словарь научных и технических терминов > водопотребитель
-
9 водород
хим. (Η) το υδρογόνοпере-кись - а το υπεροξείδιο υδρογόνου, το οξυγονούχο ύδωρсверхтяжёлый - υπερβαρύν -, το τρίτιοтяжёлый - βαρύ -, το δευτερίο(ν)цианистый - το υδροκυανικό/πρωσικό οξύРусско-греческий словарь научных и технических терминов > водород
-
10 деаэратор
ο εξαεριστήρας, η συσκευή αφαιρούσα το οξυγόνο και άλλα αέρια από το ύδωρ/νερόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > деаэратор
-
11 деаэрация
1. (процесс) о εξαερισμός, о απαερισμός, η αφαίρεση οξυγόνου και άλλων αερίων από το ύδωρ 2. (устройство) η οπή/το άνοιγμα του εξαερισμού, το εξα-εριστικό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деаэрация
-
12 дейтероокись
το βαρύ ύδωρ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дейтероокись
-
13 изнашивание
η φθοράгидроабразивное - από το ύδωρ/νερό και την τριβήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изнашивание
-
14 исполнение
1. (выполнение, осуществление) η εκτέλεση 2 (вид работы) η κατασκευήбрызгонепроницаемое - προστατευόμενη από ύδωρ/σταγόνεςвзрывозащищён-ное - см. взрывобезопасное -экспортное - για εξαγωγή 3 (муз.театр.) η ερμηνεία, η εκτέλεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > исполнение
-
15 насыщение
ο κορεσμός, η πυκνότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > насыщение
-
16 откачивать
αντλώ έξω, εκκενώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > откачивать
-
17 отмока
кож. о εμποτισμός, η απο-σκλήρυνσηη κατεργασία δερμάτων με καθαρό ύδωρ/νερό, θειούχο νάτριο και αντισηπτικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отмока
-
18 отмучивание
ο διαχωρισμός μέσω της καθίζησης στο ύδωρ/νερό (για τον εμπλουτισμό καολίνης, πηλού κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отмучивание
-
19 поддон
η λεκάνη, η υποδοχή, разг. η παλέτα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поддон
-
20 тяжёлый
βαρ/ύςογκώδης- водород - ύ υδρογόνο, το δευτέριοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тяжёлый
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὕδωρ — water neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek
ύδωρ — το γεν. ύδατος, πληθ. ύδατα 1. το νερό, το υγρό στοιχείο της φύσης (θάλασσες, ποταμοί, λίμνες, πηγές, βροχή κτλ.). 2. γενική ονομασία διάφορων χημικών ή φυσικών υγρών: Βαρύ ύδωρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὕδωρ παραρρεῖ. — ὕδωρ παραρρεῖ. См. Время летит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὑδωρ ὑπέρῳ πλήττειν. — ὑδωρ ὑπέρῳ πλήττειν. См. Воду толочь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ύδωρ, βαρύ — Ένωση, χημικά ανάλογη με το κοινό νερό, αλλά με διαφορετικά φυσικά χαρακτηριστικά, επειδή στο μόριό του, αντί των δύο ατόμων του υδρογόνου, περιέχει δύο ισότοπά του, που ονομάζονται δευτέριο (σύμβολο D). Επειδή η ατομική μάζα του δευτέριου είναι… … Dictionary of Greek
εφ' ύδωρ — ἐφ ὕδωρ και όχι ἐφύδωρ, ὁ (Α) 1. ο φύλακας, ο επιστάτης τού υδραυλικού ρολογιού (κλεψύδρας) στα αθηναϊκά δικαστήρια 2. (ως εμπρόθ. προσδ.) ἐφ ὕδωρ υπό το ύδωρ, κάτω από το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὕδωρ] … Dictionary of Greek
Βόρβόρῳ ὑδωρ Λαμπρὸν μαίνων, οὔποδ’ εὑρήσεις ποτόν. — βόρβόρῳ ὑδωρ Λαμπρὸν μαίνων, οὔποδ’ εὑρήσεις ποτόν. См. Не плюй в колодезь, приведется воды напиться … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὅρκους ἐγὼ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω. — ὅρκους ἐγὼ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω. См. Клятвы любовные … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αμαρήιον ύδωρ — ἀμαρήιον ὕδωρ (Α) [ἀμάρα] το νερό τής αμάρας, νερό που κυλά μέσα από τον οχετό … Dictionary of Greek
Ἄριστον μὲν ὕδωρ. — См. Голая правда, истина … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)