-
1 ὑψι-βίας
-
2 ὑψιβίας
A high and mighty, Corinn.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑψιβίας
-
3 ὑψιβίας
ὑψι-βίας, ὁ, hochgewaltig
См. также в других словарях:
ευρυβίας — εὐρυβίας και εὐρυβίης, ὁ (Α) ευρυσθενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + βιας (< βία), πρβλ. κρατησι βίας, υψι βίας] … Dictionary of Greek
κρατησιβίας — κρατησιβίας, ὁ (Α) ρωμαλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < κρατησι (< κρατῶ) + βίας (< βία), πρβλ. ευρυ βίας, υψι βίας] … Dictionary of Greek
υψιβίας — και ιων. τ. ὑψιβίης, ὁ, Α αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + βίας (< βία), πρβλ. ευρυ βίας] … Dictionary of Greek