-
1 αγαλμα
- ατος τό1) украшение(ἀγάλματα ὑφάσματά τε Hom.)
2) краса, слава, гордость(χώρας Pind.; δόμων Aesch.; πατρίδος Eur.)
3) жертвенный дар, приношение(θεῶν Hom.; Ἀπόλλωνι Her.)
4) изваяние, статуя(δαιμόνων Soph.; Δαιδάλου Plat.)
5) изображение, картинаἀγάλματα, ὅσαπερ ἂν ἐν μιᾷ ζωγράφος ἡμέρᾳ εἷς ἀποτελῇ Plat. — картины, которые один художник может написать в один день
-
2 αναπτω
Iтж. med.1) подвязывать, привязывать, прикреплять(τι ἔκ τινος Hom.; τι πρός τι Eur.; τι εἴς τι Arst.)
ἀνάπτεσθαι πέπλων (sc. τινός) Eur. — цепляться за чьи-л. одежды;τέν ναῦν ἀνάψασθαι Plut., Diod.; — взять корабль на буксир;πρυμνήτην κάλων ἀνάψασθαι ἔκ τινος Eur. — привязать свой причальный канат к кому-л., т.е. прибегнуть к чьему-л. покровительству;βρόχον ἀγχόνης ἀνήψατο Eur. — (Федра) удавилась2) культ. вешать в храме, приносить в дар, жертвовать(ἀγάλματα ὑφάσματά τε Hom.; τῇ Ἥρᾳ ἀνάθημα Arst.)
3) приписывать, относить, сводить (к чему-л.), связывать (с чем-л.)(τι εἴς τι и εἴς τινα Arst., Plut. и τινί Plut.)
αἷμα εἴς τινα ἀνάψαι Eur. — обвинить кого-л. в убийстве;μῶμον ἀνάψαι (sc. τινί) Hom. — навлечь насмешки на кого-л.;χαρίτας ἔς τινα ἀνάψασθαι Eur. — оказать кому-л. услуги;κῆδός τινι ἀνάψασθαι Eur. — породниться (досл. завязать узы родства) с кем-л.4) надевать на себя(περιβόλαια Eur.; νεβρίδα στέρνοις Anth.)
II1) зажигать(λύχνα Her.; πῦρ Eur., Plut.; φῶς Plat., Arst.)
2) поджигать(δόμους πυρί Eur.)
3) загораться Arst.; перен. воспламенять(ся)(μείζονι θυμῷ Eur.)
-
3 κατασκιαζω
(fut. κατασκιάσω - атт. κατασκιῶ)1) осенять, покрывать тенью(καρπὸς κατασκιαζόμενος Plut.)
2) укреплять в виде навеса(τὸ ἱλαστήριον NT.)
λαβὼν ὑφάσματα, κατεσκίαζε Eur. — взяв ткани, он сделал (из них) навес3) покрывать(πάντα σαρξὴ ἄνωθεν Plat.)
4) засыпать, осыпать(βελέεσσι Τιτῆνας Hes. - in tmesi)
κ. κόνει Soph. — засыпать прахом, хоронить -
4 σπαθητος
-
5 τριμιτινος
-
6 υφασμα
-
7 βαμβακερός
η, ό[ν]1) хлопковый; 2) (хлопчато)бумажный;βαμβακερα υφάσματα — хлопчатобумажные ткани
-
8 εμπορεύομαι
1. αμετ. торговать, заниматься торговлей, быть торговцем;2. μετ. торговать (чём-л.), продавать (что-либо);εμπορεύομαι υφάσματα — торговать тканями;
εμπορεύομαι τό σώμα μου — торговать собой
-
9 συναγωνίζομαι
1) состязаться, соревноваться (в остроумии, мастерстве и т. п.);2) конкурировать, соперничать;τα υφάσματα μας συναγωνίζομαιονται εις ποιότητα τα αγγλικά — наши ткани по качеству не хуже английских;
3) бороться, сражаться вместе
См. также в других словарях:
ὑφάσματα — ὕφασμα woven robe neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφάσμαθ' — ὑφάσματα , ὕφασμα woven robe neut nom/voc/acc pl ὑφάσματι , ὕφασμα woven robe neut dat sg ὑφάσματε , ὕφασμα woven robe neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek