-
61 ερημοτέρους
ἐρη̱μοτέρους, ἐρῆμοςdesolate: masc acc comp plἐρη̱μοτέρους, ἐρῆμοςdesolate: masc acc comp pl (attic) -
62 ἐρημοτέρους
ἐρη̱μοτέρους, ἐρῆμοςdesolate: masc acc comp plἐρη̱μοτέρους, ἐρῆμοςdesolate: masc acc comp pl (attic) -
63 ερημοτέρω
ἐρη̱μοτέρῳ, ἐρῆμοςdesolate: masc /neut dat comp sgἐρη̱μοτέρῳ, ἐρῆμοςdesolate: masc /neut dat comp sg (attic) -
64 ἐρημοτέρῳ
ἐρη̱μοτέρῳ, ἐρῆμοςdesolate: masc /neut dat comp sgἐρη̱μοτέρῳ, ἐρῆμοςdesolate: masc /neut dat comp sg (attic) -
65 ερημότερα
ἐρη̱μότερα, ἐρῆμοςdesolate: neut nom /voc /acc comp plἐρη̱μότερα, ἐρῆμοςdesolate: neut nom /voc /acc comp pl (attic) -
66 ἐρημότερα
ἐρη̱μότερα, ἐρῆμοςdesolate: neut nom /voc /acc comp plἐρη̱μότερα, ἐρῆμοςdesolate: neut nom /voc /acc comp pl (attic) -
67 ερημότεραι
ἐρη̱μότεραι, ἐρῆμοςdesolate: fem nom /voc comp plἐρη̱μότεραι, ἐρῆμοςdesolate: fem nom /voc comp pl (attic) -
68 ἐρημότεραι
ἐρη̱μότεραι, ἐρῆμοςdesolate: fem nom /voc comp plἐρη̱μότεραι, ἐρῆμοςdesolate: fem nom /voc comp pl (attic) -
69 ερημότεροι
ἐρη̱μότεροι, ἐρῆμοςdesolate: masc nom /voc comp plἐρη̱μότεροι, ἐρῆμοςdesolate: masc nom /voc comp pl (attic) -
70 ἐρημότεροι
ἐρη̱μότεροι, ἐρῆμοςdesolate: masc nom /voc comp plἐρη̱μότεροι, ἐρῆμοςdesolate: masc nom /voc comp pl (attic) -
71 ερημότερος
ἐρη̱μότερος, ἐρῆμοςdesolate: masc nom comp sgἐρη̱μότερος, ἐρῆμοςdesolate: masc nom comp sg (attic) -
72 ἐρημότερος
ἐρη̱μότερος, ἐρῆμοςdesolate: masc nom comp sgἐρη̱μότερος, ἐρῆμοςdesolate: masc nom comp sg (attic) -
73 ερήμα
ἐρή̱μᾱ, ἐρῆμοςdesolate: fem nom /voc /acc dualἐρή̱μᾱ, ἐρῆμοςdesolate: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
74 ἐρήμα
ἐρή̱μᾱ, ἐρῆμοςdesolate: fem nom /voc /acc dualἐρή̱μᾱ, ἐρῆμοςdesolate: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
75 ερήμας
-
76 ἐρήμας
-
77 ερήμη
ἐρή̱μη, ἐρῆμοςdesolate: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἐρή̱μῃ, ἐρῆμοςdesolate: fem dat sg (attic epic ionic) -
78 ερήμοιν
ἐρή̱μοιν, ἐρῆμοςdesolate: masc /neut gen /dat dualἐρή̱μοιν, ἐρῆμοςdesolate: masc /fem /neut gen /dat dual (attic) -
79 ἐρήμοιν
ἐρή̱μοιν, ἐρῆμοςdesolate: masc /neut gen /dat dualἐρή̱μοιν, ἐρῆμοςdesolate: masc /fem /neut gen /dat dual (attic) -
80 ερήμοις
ἐρή̱μοις, ἐρῆμοςdesolate: masc /neut dat plἐρή̱μοις, ἐρῆμοςdesolate: masc /fem /neut dat pl (attic)
См. также в других словарях:
έρημος — έρημος, η, ο και έρμος, η, ο 1. για πρόσωπα, αυτός που είναι μόνος, χωρίς δικούς και φίλους: Έμεινε στον κόσμο έρημη. 2. για τόπο, αυτός που είναι έρημος από ανθρώπους, ο ακατοίκητος: Έρημη ακρογιαλιά. 3. ο αφημένος, ο αφύλαχτος, ο αδέσποτος: Ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐρῆμος — desolate masc nom sg ἐρῆμος desolate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
ἔρημος — ἔρη̱μος , ἐρῆμος desolate masc/fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιβυκή έρημος — Έρημος (2.000.000 τ. χλμ.) της Αφρικής. Αποτελεί το βορειοανατολικό τμήμα της Σαχάρας και εκτείνεται Δ του ποταμού Νείλου. Η Λ.έ. καλύπτει τον χώρο της ανατολικής Λιβύης, της δυτικής Αιγύπτου και τμήματος του βόρειου Σουδάν. Το βόρειο τμήμα της Λ … Dictionary of Greek
Αραβική έρημος — Βραχώδης έρημος της βορειοανατολικής Αφρικής που εκτείνεται μεταξύ της κοιλάδας του ποταμού Νείλου και των ακτών της Ερυθράς θάλασσας. Πρόκειται για οροπέδιο με αρχαϊκή κρυσταλλοσχιστώδη σύσταση, που καλύπτεται από στρώματα ασβεστόλιθου και… … Dictionary of Greek
Αλμυρή έρημος — Στεπώδης έκταση της Μ. Ασίας, ανάμεσα στη σιδηροδρομική γραμμή που ενώνει το Αφιόν Καραχισάρ με το Ικόνιο και τη λίμνη Τουζ Γκιολ. Ένα μέρος της λίμνης αυτής ξεραίνεται το καλοκαίρι και αποτελεί προέκταση της ερήμου. H διάβαση της Α.ε. στη… … Dictionary of Greek
Γκίμπσον, έρημος — Ερημική περιοχή στη δυτική Αυστραλία, που καλύπτει το κεντρικό τμήμα της μεγάλης Αυστραλιανής ερήμου. Βλ. λ. Αυστραλία (Γεωμορφολογία) … Dictionary of Greek
Ινδική έρημος — Βλ. λ. Ταρ … Dictionary of Greek
ἐρῆμον — ἐρῆμος desolate masc acc sg ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc sg ἐρῆμος desolate masc/fem acc sg ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρῆμα — ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc pl ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)