-
1 εγγυος
21) ручающийся, дающий ручательство Xen., Aeschin., Arst., Polyb.2) служащий порукой(ἑκατὸν μναῖ Lys. - v. l. ἔγγειος)
-
2 ἔγγυος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἔγγυος
-
3 έγγυος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > έγγυος
-
4 ἔγγυος
поручитель, ручающийся, служащий порукой.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔγγυος
-
5 ἔγγυος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔγγυος
-
6 ανεγγυος
-
7 εχεγγυος
21) служащий залогом, дающий гарантию, являющийся порукойδόμοι ἐχέγγυοι Eur. — надежный (в качестве убежища) дом;τέν πρόσθε δόσιν ἐχέγγυον ποιεῖν Eur. — подтверждать (свое) прежнее обещание;ζημία ἐ. Thuc. — кара, являющаяся надежным предостережением2) заслуживающий доверия, основательный(λόγος Eur.)
3) получивший твердое обещание, заручившийся гарантией личной неприкосновенности(ἱκέτης Soph.)
-
8 μεσεγγυος
-
9 ταλαντιαιος
31) стоимостью в один талант(οἶκος Dem.; κτῆσις Polyb.)
2) вносящий залог в один талант(ὅ ἔγγυος Arst.)
3) (тж. μέγας ὡς τ. NT.) весом в один талант(πανοπλία Plut.)
4) мечущий камни весом в талант(λιθοβόλος Arst.)
-
10 υπεγγυος
21) давший ручательство, поручившийся2) повинныйὑ. πλέν θανάτου Her. — подлежащий любой каре, кроме смертной казни, т.е. которому гарантирована жизнь
-
11 φερεγγυος
2являющийся залогом, т.е. надежный, обеспечивающий, достаточный(φρούρημα, προστάται Aesch.)
τί γὰρ κελεύεις ὧν ἐγὼ φ. ; Soph. — что велишь ты мне из того, что мне под силу?;πρὸς τὰ δεινὰ φερεγγυώτατος ἐφάνη Thuc. — он оказался чрезвычайно стойким перед лицом опасностей;οὐ φ. εἰμι Her. — я не в состоянии -
12 1450
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1450
См. также в других словарях:
έγγυος — ἔγγυος, ον (Α) 1. εγγυημένος, εξασφαλισμένος 2. ασφαλής 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔγγυος ο εγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Το έγγυος ως επίθ. «εγγυημένος» προήλθε ίσως κατ απόσπαση από μεταγενέστερα σύνθετα, εκτός αν θεωρηθεί και αυτό (όπως και το ουσ. έγγυος… … Dictionary of Greek
ἔγγυος — secured masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγγυον — ἔγγυος secured masc/fem acc sg ἔγγυος secured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγυώτερα — ἔγγυος secured neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγύου — ἔγγυος secured masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγύους — ἔγγυος secured masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγύων — ἔγγυος secured masc/fem/neut gen pl ἐγγυάω give imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐγγυάω give imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγγυα — ἔγγυος secured neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσέγγυος — ο (Α μεσέγγυος) ο μεσεγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο) * + εγγυος (< ἐγγύη), πρβλ. εχ έγγυος, φερ έγγυος] … Dictionary of Greek
εγγύη — ἐγγύη, η (AM) ό,τι δίνεται ως ενέχυρο, εγγύηση ή ασφάλεια αρχ. 1. συνεκδ. αυτό που καταβάλλεται ως εγγύηση 2. μνηστεία στην Αθήνα κατά την οποία ο πατέρας τής νύφης τήν έδινε στον γαμπρό μπροστά σε μάρτυρες 3. (κατά τον Ησύχιο) «σημεῑον ἐν… … Dictionary of Greek
μετέγγυος — μετέγγυος, ὁ (Α) μεσεγγυητής, μεσίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. <μετ(α) * + ἔγγυος (πρβλ. φερ έγγυος)] … Dictionary of Greek