-
21 разрез
1. (результат резки) η τομή, το κόψιμο, η εντομή 2. (на чертеже) η τομή 3. горн. η επιφανειακή εκμετάλλευση, το όρυγμαгеологический - γεωλογική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разрез
-
22 ров
η τάφρος, το χαντάκι, το όρυγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ров
-
23 силос
I. 1. (наземное сооружение) το σιλό 2. (подземное сооружение) η υπόγεια αποθήκη/όρυγμα χλωρής (χορτο)νομής. II.(корм для скота) η χλωρή νομή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > силос
-
24 траншея
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > траншея
-
25 землянка
землянкаж τό ἀμπρί, τό ὀρυγμα -
26 окоп
окопм τό χαράκωμα, τό ὀρυγμα, ἡ τάφρος. -
27 траишерныйя
траишерный||яж τό χαράκωμα, τό ὅρυγμα. -
28 яма
ямаж ὁ λάκκος, ἡ λακκούβα, τό κοίλωμα/ ἡ τάφρος (вырытая):мусорная \яма ὁ λάκκος τῶν σκουπιδιών, τό σκουπιδα-ριό· выгребная \яма ὁ βόθρος· угольная \яма ἡ καρβουναποθήκη· волчья \яма воен. τό ὅρυγμα, ἡ ἀμυντική τάφρος· воздушная \яма ἀβ. τό κενό ἀέρος· ◊.рыть кому-л. яму σκάβω τό λάκκο κάποιου. -
29 ορυγμάτων
-
30 ὀρυγμάτων
-
31 ορύγμασι
-
32 ὀρύγμασι
-
33 ορύγμασιν
-
34 ὀρύγμασιν
-
35 ορύγματα
-
36 ὀρύγματα
-
37 ορύγματι
-
38 ὀρύγματι
-
39 ορύγματος
-
40 ὀρύγματος
См. также в других словарях:
ὄρυγμα — excavation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρυγμα — Βαθύς και σκοτεινός φρεατώδης λάκκος στην αρχαία Αθήνα μέσα στον οποίο έριχναν τους καταδικασμένους σε θάνατο. Στα τοιχώματα του είχαν τοποθετηθεί σιδερένια αιχμηρά άγκιστρα πάνω στα οποία κατακομματιάζονταν οι κατάδικοι που ρίχνονταν μέσα. Η… … Dictionary of Greek
όρυγμα — το, ατος βαθιά σκαμμένο χαντάκι, τάφρος, λάκκος, χαράκωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀρυγμάτων — ὄρυγμα excavation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρύγμασι — ὄρυγμα excavation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρύγμασιν — ὄρυγμα excavation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρύγματα — ὄρυγμα excavation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρύγματι — ὄρυγμα excavation neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρύγματος — ὄρυγμα excavation neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… … Dictionary of Greek
φρέαρ — ατος, το, ΝΜΑ, και φρεῑαρ, είατος, και συνηρ. τ. φρῆρ, ητός, Α βαθύ τεχνητό όρυγμα κυλινδρικού σχήματος για την άντληση νερού, πηγάδι («οὔτε ἄντλημα ἔχεις καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ», ΚΔ) νεοελλ. 1. κάθε τεχνητό όρυγμα που φτάνει σε κοίτασμα μετάλλου … Dictionary of Greek