-
41 υπομνήμασιν
-
42 ὑπομνήμασιν
-
43 υπομνήματα
-
44 ὑπομνήματα
-
45 υπομνήματι
-
46 ὑπομνήματι
-
47 υπομνήματος
-
48 ὑπομνήματος
-
49 hypomnema
hypomnēma, atis, n. (ὑπόμνημα), eine (schriftliche) Bemerkung, Notiz, Cic. ad Att. 15, 23 u. Cic. fil. in Cic. ep. 16, 21, 8 (wo heteroklit. Abl. Plur. hypomnematis).Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > hypomnema
-
50 memorandum
[memə'rændəm]1) (a note to help one to remember: He wrote a memo; ( also adjective) a memo pad.) υπόμνημα2) (a written statement about a particular matter, often passed around between colleagues: a memorandum on Thursday's meeting.) γραπτή αναφορά,μνημόνιο -
51 меморандум
[μιμαράνντουμ] ουσ α υπόμνημα -
52 меморандум
[μιμαράνντουμ] ουσ α υπόμνημα -
53 дневник
-а α.1. ημερολόγιο, υπόμνημα•вести дневник κρατώ ημερολόγιο.
2. ο καθημερινός έλεγχος του μαθητή (όπου σημειώνονται τά μαθήματα, οι βαθμοί και η διαγωγή). -
54 записка
-и θ.1. σημείωμα, γραμματάκι•памятная записка μνημονικό σημείωμα•
служебная υπηρεσιακό σημείωμα•
любовная записка ερωτική επιστολή, ραβασάκι.
2. σημείωση•объяснительная записка επεξηγηματική σημείωση•
докладная υπόμνημα.
3. πλθ. -и παρατηρήσεις, αναμνήσεις•путевые -и ταξιδιωτικές σημειώσεις.
(φιλγ.) ημερολόγιο, αναμνήσεις.4. πλθ. απομνημονεύματα. -
55 меморандум
-а α.υπόμνημα. -
56 διαστολικόν
διαστολ-ικόν, τό,A official notification of payment due, writ, POxy.68.33 (ii A. D.), al.; in full,δ. ὑπόμνημα BGU613.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαστολικόν
-
57 καταχωρίζω
Aῐῶ OGI 229.75
(iii B.C.), Apollon.Cit.2:— place in position, freq. in X., as Cyr. 4.3.3, al.; mostly of soldiers, as An.6.5.10, Cyr.2.2.8: generally, place,κατ' ἀξίαν Plot.3.2.12
:—[voice] Pass., take up a position,ὅπου δέοιτο X.Cyr.8.5.2
.II enter in a register or record,κ. εἰς μνημόσυνον ἐν τῇ βιβλιοθήκῃ LXX Es.2.23
;εἰς τὴν τῶν ὑπομνημάτων δέλτον IG7.413.31
(i B.C.);ὑπόμνημα PAmh.2.35.36
(ii B.C.), etc.:—[voice] Pass., POxy.515.3 (ii A.D.), etc.; (Heraclea ad Latmum, ii B.C.), cf. Supp.Epigr.3.378C13 (Delph., ii/i B.C.); -εχωρίσθη ὁ ἀριθμὸς ἐν βιβλιῳ LXX 1 Ch.27.24
; [διαμαρτυρίαν] -κεχωρισμένην ἐν στασίμῳ Satyr.Vit.Eur.Fr.39 xvii 27
.b invest, allocate funds, etc.,μισθὸν εἴς τι D.S.5.17
cod., cf. PSI4.372.10 (iii B.C.); of confiscated property,τὰ ὑπάρχοντά τινος κ. εἰς τὸ βασιλικόν PAmh.2.33.36
(ii B.C.):—[voice] Pass., τὰ εἰς τὸ ναυτικὸν -ισμένα Wilcken Chr.385.30 (iii B.C.), cf. SIG578.44 (Teos, ii B.C.).III set down in a book, place on record, Phld.Po. 994 Fr.48, al.;εἰς τὴν ποίησιν Str.1.2.3
;ἐν τοῖς ποιήμασι D.S.5.5
, cf. 1.31, D.H.1.6; Κτησίβιος κατεχώρισεν, ὥστε .. Ath. Mech.29.10; οὕτως -κεχώρικεν (sc. ὁ Ἱπποκράτης) Apollon.Cit.1:— [voice] Pass., Id.3;ἐν ἱστορίαις κ. Inscr.Prien.37.54
(ii B.C.), cf. Demetr. Lac. Herc.1647.27 F.;παρά τισι Phld.Rh.1.160S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταχωρίζω
-
58 προανύτω
2 accomplish before, in [voice] Pass.,τὸ προανυσθὲν ὑπόμνημα S.E.M.8.1
, cf. Gal.15.101, Iamb.Myst.3.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προανύτω
-
59 προσεντάττω
A insert besides, Ph.2.536; in a diagram, Ptol.Alm.8.6:—[voice] Pass., (ii B.C.), cf. PTeb. 707.3(ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσεντάττω
-
60 σύγγραμμα
A writing, written paper, Hdt.1.48, X.Cyr.8.4.25 (cf. 16); written composition, book, work, Id.Mem.2.1.21, 4.2.10, Pl.Grg. 462b, Tht. 166c, Arist.EN 1181b2, Gal.15.424, etcl; systematic work, opp. ὑπόμνημα, Id.16.532; esp. prose work, treatise, τὰ κατὰ λόγον or καταλογάδην σ., opp. ποιήματα, Pl.Lg. 810b, Isoc.2.7, cf. 42; written speech, Id.Ep.1.5.II written form, regulation, ordinance, Pl. Plt. 299d sq.;σ. πολιτικόν Id.Phdr. 258d
; clause of a law, Aeschin. 3.127 (s.v.l.); οὐκ ἄξιον συγγράμματος not worth a note, Gal.15.909.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύγγραμμα
См. также в других словарях:
ὑπόμνημα — reminder neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόμνημα — το / ὑπόμνημα, ΝΜΑ [ὑπομιμνήσκω] 1. γραπτό σημείωμα με το οποίο γίνεται υπενθύμιση για κάτι 2. κάθε μέσο με το οποίο υπενθυμίζει κανείς κάτι σε κάποιον 3. γραπτή αίτηση ή αναφορά απευθυνόμενη σε μια αρχή με σκοπό την γνωστοποίηση ή υπενθύμιση… … Dictionary of Greek
υπόμνημα — το, ατος 1. έγγραφο με το οποίο υπενθυμίζεται κάτι, υπομνηστικό σημείωμα. 2. γραπτή έκθεση για καταστάσεις ή γεγονότα, που υποβάλλεται σε κάποια αρχή για να ενεργήσει αυτή όπως πρέπει: Δώσαμε στο νομάρχη το υπόμνημα για τη διάνοιξη του δρόμου. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπόμνημ' — ὑπόμνημα , ὑπόμνημα reminder neut nom/voc/acc sg ὑπόμνημαι , ὑπομνάομαι court clandestinely pres ind mp 1st sg ὑ̱πόμνημαι , ὑπομνάομαι court clandestinely perf ind mp 1st sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνημάτων — ὑπόμνημα reminder neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνήμασι — ὑπόμνημα reminder neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνήμασιν — ὑπόμνημα reminder neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνήματα — ὑπόμνημα reminder neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνήματι — ὑπόμνημα reminder neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπομνήματος — ὑπόμνημα reminder neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπομνηματικός — ή, ό / ὑπομνηματικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπόμνημα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ὑπόμνημα ή αυτός που χρησιμεύει για υπόμνημα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ερμηνευτικές σημειώσεις, σε σχόλια κειμένων αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek