-
61 υποκείμενοι
ὑπόκειμαιlie under: perf part mp masc nom /voc plὑπόκειμαιlie under: pres part mp masc nom /voc pl -
62 ὑποκείμενοι
ὑπόκειμαιlie under: perf part mp masc nom /voc plὑπόκειμαιlie under: pres part mp masc nom /voc pl -
63 υποκείμενος
ὑπόκειμαιlie under: perf part mp masc nom sgὑπόκειμαιlie under: pres part mp masc nom sg -
64 ὑποκείμενος
ὑπόκειμαιlie under: perf part mp masc nom sgὑπόκειμαιlie under: pres part mp masc nom sg -
65 υπόκειθ'
ὑπόκειται, ὑπόκειμαιlie under: pres ind mp 3rd sgὑπόκειτο, ὑπόκειμαιlie under: imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) -
66 ὑπόκειθ'
ὑπόκειται, ὑπόκειμαιlie under: pres ind mp 3rd sgὑπόκειτο, ὑπόκειμαιlie under: imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) -
67 подвергнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. подверг κ. παλ. подвергнул, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подвергнутый, βρ: -нут, -а, -о п. παλ. подверженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ. με δοτ. υποβάλλω, βάζω, εκθέτω σε•-наказанию υποβάλλω σε τιμωρία (τιμωρώ)•
критике υποβάλλω σε κριτική (κριτικάρω)•
-обсуждению βάζω υπο συζήτηση•
подвергнуть опасности βάζω (εκθέτω) σε κίνδυνο•
подвергнуть себя риску ριψοκινδυνεύω•
подвергнуть побоям ξυλοκοπώ.
υποβάλλομαι, εκτίθεμαι σε υφίσταμαι, υπόκειμαι•подвергнуть опасности εκτιθεμαι σε κίνδυνο•
насмешкам γίνομαι αντικείμενο γέλιου, γελοιοποιούμαι•
подвергнуть штрафу υπόκειμαι σε πρόστιμο, προστιμάρομαι•
подвергнуть оскорблению υφίσταμαι προσβολή, προσβάλλομαι.
-
68 претерпеть
-терплю, -терпишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. παλ. претерпенный, βρ: -пен, -а, -оκ. претерпенный, βρ: -пен, -а, -о.1. υποφέρω, υπομένω, εγκαρτερώ.2. υποβάλλομαι, υπόκειμαι• περνώ•претерпеть существенные изменения υπόκειμαι σε ουσιαστικές αλλαγές.
-
69 καθ-υπό-κειμαι
καθ-υπό-κειμαι (s. κεῖμαι), = ὑπόκειμαι, Artemidor. 1, 1.
-
70 προυποκειμαι
1) лежать в основе(τινος и τινι Plut.)
τόπον προϋποκεῖσθαι τοῖς γινομένοις Plut. — (из слов Гесиода о Хаосе следует), что пространство лежит в основе (всего) совершающегося2) предшествоватьτὰ προϋποκείμενα Sext. — предшествующие обстоятельства, прошлое
3) быть ранее отданным в залог(ἥ προϋποκειμένη γῆ Plut.)
-
71 подвергаться
подвергать||сяὑποβάλλομαι; ὑφίσταμαι, ὑπόκειμαι εἰς...:\подвергатьсяся насмешкам γίνομαι ἀντικείμενο ἐμπαιγμών· \подвергатьсяся опасности διατρέχω κίνδυνο, ριψοκινδυνεύω· \подвергатьсяся оскорблению ὑφίσταμαι προσβολἡν. -
72 подсудный
подсу́дн||ыйприл:быть \подсудныйым кому́-л. ὑπάγομαι (или ὑπόκειμαι) ἐΙς τήν δικαιο-δοσίαν это дело \подсудныйое αὐτό σηκώνει δικαστήριο. -
73 ενυπόκεινται
-
74 ἐνυπόκεινται
-
75 ενυπόκειται
-
76 ἐνυπόκειται
-
77 καθυπόκειται
κατά-ὑπόκειμαιlie under: pres ind mp 3rd sg -
78 προσυποκείσθω
πρός, ὑπό-κέωto lie down: pres imperat mp 3rd sg (attic epic)πρόσ-ὑπόκειμαιlie under: pres imperat mp 3rd sg -
79 προσυπόκειται
πρόσ-ὑπόκειμαιlie under: pres ind mp 3rd sg -
80 συνυποκείσεται
σύν-ὑπόκειμαιlie under: fut ind mid 3rd sg
См. также в других словарях:
υπόκειμαι — βλ. πίν. 159 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: υπόκειμαι : η μτχ. χρησιμοποιείται και ως επίθετο (υποκείμενος → αυτός που βρίσκεται κάτω από άλλο, π.χ. υποκείμενα στρώματα, σε αντιδιαστολή με το υπερκείμενος) και ως ουσιαστικό (το… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υπόκειμαι — ὑπόκειμαι, ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, βρίσκομαι από κάτω (α. «τα υποκείμενα στρώματα υποχώρησαν» β. «τοιαύτης κρηπίδος ὑποκειμένης αὐταῑς», Πλάτ.) 2. είμαι υποταγμένος σε κάποιον, εξαρτώμαι από κάποιον (α. «υπόκειται στον νόμο» β. «ὑποκεῑσθαι τῷ… … Dictionary of Greek
ὑπόκειμαι — lie under pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόκειμαι — μτχ. ενεστ. υποκείμενος, είμαι στη διάθεση κάποιου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποκειμένω — ὑπόκειμαι lie under perf part mp masc/neut nom/voc/acc dual ὑπόκειμαι lie under perf part mp masc/neut gen sg (doric aeolic) ὑπόκειμαι lie under pres part mp masc/neut nom/voc/acc dual ὑπόκειμαι lie under pres part mp masc/neut gen sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκειμένων — ὑπόκειμαι lie under perf part mp fem gen pl ὑπόκειμαι lie under perf part mp masc/neut gen pl ὑπόκειμαι lie under pres part mp fem gen pl ὑπόκειμαι lie under pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκείμενον — ὑπόκειμαι lie under perf part mp masc acc sg ὑπόκειμαι lie under perf part mp neut nom/voc/acc sg ὑπόκειμαι lie under pres part mp masc acc sg ὑπόκειμαι lie under pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόκεισθε — ὑπόκειμαι lie under pres imperat mp 2nd pl ὑπόκειμαι lie under pres ind mp 2nd pl ὑπόκειμαι lie under imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκειμέναις — ὑπόκειμαι lie under perf part mp fem dat pl ὑπόκειμαι lie under pres part mp fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκειμένη — ὑπόκειμαι lie under perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὑπόκειμαι lie under pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκειμένην — ὑπόκειμαι lie under perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) ὑπόκειμαι lie under pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)