-
1 τίλλω
τίλλω, rupfen, raufen, zupfen, ausraufen; πολιὰς δ' ἄρ' ἀνὰ τρίχας ἕλκετο χερσίν, τίλλων ἐκ κεφαλῆς, Il. 22, 78; μήτηρ τίλλε κόμην, 406; vom Habicht, ἐν δὲ πόδεσσιν τίλλε πέλειαν ἔχων, Od. 15, 527; κίρκον εἰςορῶ χηλαῖς κάρα τίλλοντα, Aesch. Pers. 205; ἑαυτόν, Ar. Pax 538; Λυδιστὶ τιλλουσῶν μέλη, Cratin. bei Ath. XIV, 638 f, die Haare am Leibe ausrupfen; öfter im med., γόων τίλ- λοντό τε χαίτας, Od. 10, 567; auch mit dem accus. der Person, um derentwillen man sich das Haar rauft, sie betrauernd, Einen durch Haare ausraufen betrauern, πρῶται τόν γ' ἄλοχός τε φίλη καὶ πότνια μήτηρ τιλλέσϑην, Il. 24, 711; vgl. κόπτεσϑαι u. τύπτεσϑαι; einzeln bei Folgdn. – Uebh. pflücken, abpflücken, abreißen; zerreißen, Theocr. 3, 21; u. übertr., zerren, necken, plagen, τίλλεσϑαι ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν, Ar. Av. 285; τίλματα, zerzausen, von Hunden, Plut. de audit. g. E.
См. также в других словарях:
τίλλω — ΝΜΑ 1. αποσπώ με βίαιο τρόπο τις τρίχες μου, μαδώ («πολιὰς δ ἄρ ἀνὰ τρίχας ἕλκετο χερσί, τίλλων ἐκ κεφαλῆς», Ομ. Ιλ.) 2. (στη νεοελλ. μόνο το ενεργ., ενώ στη μσν. και στην αρχ. μόνον το μέσ.) τίλλομαι ξεριζώνω τις τρίχες τής κεφαλής μου ως… … Dictionary of Greek