Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑπὸ+ζόφον

  • 21 χθών

    χθών (χθών, -ονός, -ονί, -όνα).)
    a earth, soil, ground

    οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ O. 2.63

    χαλκέαις δ' ὁπλαῖς ἀράσσεσκον χθόν P. 4.226

    ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπειP. 9.46

    ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ P. 10.51

    ἀριστεύοισαν εὐκάρπου χθονὸς Σικελίαν N. 1.14

    χθονὶ γυῖα καλύψαι (τεθνάναι Σ.) N. 8.38

    ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα N. 9.25

    μετὰ χειμέριον ποικίλα μηνῶν ζόφον χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις I. 4.18

    κεραυνῷ χθόν' ἀνοιξάμενοι Pae. 8.73

    ἢ παγετὸν χθονός Pae. 9.18

    κατὰ [χ]θόν ε[ (supp. Lobel) Δ. 4. h. 12. τότε βάλλεται, τότ' ἐπ ἀμβρόταν χθόν ἐραταὶ ἴων φόβαι (v. l. χέρσον) fr. 75. 16. ὄλβιος ὅστις ἰδὼν κεῖν' εἶσ ὑπὸ χθόν fr. 137. 1. ὅσ' ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ φέροισιν (Reiske: ἀγλαόχθων codd.) fr. 220. 2.
    b land

    ὅτε χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι O. 7.55

    of Delphi,

    ὀμφαλὸν ἐριβρόμου χθονὸς ἐς νάιον προσοιχόμενοι P. 6.4

    παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονός N. 7.34

    χθονὸς ὀμφαλὸν παρὰ σκιάεντα Pae. 6.17

    of Delos, χθονὸς εὐρείας ἀκίνητον τέρας fr. 30c. 3. τηλέφαντον κυανέας χθονὸς ἄστρον fr. 33c. 5. opp. to sea,

    λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος O. 9.50

    πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν N. 6.48

    καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς I. 4.41

    frag.,

    ἐλα]χύνωτον στέρνον χθονός Pae. 4.14

    ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς ὑπέρ τ' ὠκεανοῦ Pae. 8.14

    cf. fr. 220. 2, O. 2.63
    c land, country

    ἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31

    τᾶσδέ ποτε χθονὸς οἰκιστὴρ O. 7.30

    ἐς εὐδείελον χθόνα

    κλειτᾶς Ἰαολκοῦ P. 4.77

    νιν πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονὸς P. 9.7

    ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν δωρήσεταιP. 9.56

    τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμενοι χθόνα πολύδωρον Pae. 2.60

    χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.42

    d fragg. ]ναιγιν χθόν, α[ fr. 215b. 7. ] χθονος αἰχμα[ (? ἐλασι]χθονος Snell) fr. 215c. 5.

    Lexicon to Pindar > χθών

См. также в других словарях:

  • ζόφος — ο (AM ζόφος, ὁ και μτγν. ζόφος, εος, τό) 1. βαθύ σκοτάδι, σκοτεινιά 2. μτφ. βαθιά μελαγχολία, θλίψη, κατήφεια («ζόφος ψυχής») μσν. ζοφερή σκέψη, πονηρό, αμαρτωλό διανόημα αρχ. 1. το σκοτάδι τού κάτω κόσμου, η σκοτεινιά τού Άδη («ἐγώ δ ἄπειμι γῆς… …   Dictionary of Greek

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»