-
1 κηλεω
1) очаровывать, заколдовывать, завораживать(τινα ὕμνοισι Eur.; κηλῶν τῇ φωνῇ ὥσπερ Ὀρφεύς Plat.; οἱ κηλούμενοι παρὰ ταῖς Σειρῆσιν Arst.)
2) укрощать, смягчать(τὸν νοῦν παιδείᾳ Plat.; τὰς ὀρέξεις Plut.)
3) прельщать, соблазнять(ὑφ΄ ἡδονῆς κηληθείς Plat.; κηλεῖσθαι ὑπὸ τῶν λεγομένων Plut.)
ὑπὸ δώρων κηλούμενος Plat. — подкупленный дарами
См. также в других словарях:
κηλώ — (I) κηλῶ, έω (Α) 1. μαγεύω, τέρπω, θέλγω, κυρίως με μουσική (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῑς μὴ κηλεῑν ἀλλ ἐξαγριαίνειν πολλὴ ἀμουσία», Πλάτ. β. «κηλούμενος παρὰ ταῑς Σειρῆσιν», Αριστοτ.) 2. παθ. κηλοῡμαι, έομαι προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων… … Dictionary of Greek