-
1 ὑπήκοος
-
2 δουλεία
δουλεία, ἡ, Knechtschaft, Sklavenstand; μή με δουλείας τυχεῖν Aesch. Spt. 235; δουλείας γάγγαμον Ag. 351, wie δουλείας ζυγά Soph. Ai. 924; u. in Prosa. Ggstz δεσποτεία, Plat. Parm. 135 e; δουλείαν δουλεύειν Conv. 184 b. Auch = Unterwürfigkeit unter einen fremden Staat; ὑπέμενον τὴν τῶν κρειττόνων δουλείαν Thuc. 1, 8, dem nachher ὑπήκοος entspricht. – Als Collectivum, Dienerschaft, Gesinde, Thuc. 5, 23; Arist. Pol. 2, 5.
-
3 ἀπ-ήκοος
-
4 ὑπ-ήκοος
ὑπ-ήκοος, darauf hörend, zuhörend, subst. der Zuhörer, Schüler, Iambl. u. a. Sp. – Dah. gehorchend, gehorsam, τινός, πᾶσα γὰρ γένοιτ' ἂν Ἑλλὰς βασιλέως ὑπήκοος Aesch. Pers. 230; Ch. 302; Her. 1, 102. 4, 167; Thuc. 4, 78; ἀρχόντων Plat. Rep. VIII, 549 a, u. öfter, wie Folgde; auch τινί, Eur. Heracl. 288; Xen. Cyr. 2, 4, 22; ὑπήκοα πάντα τῷ πλουτεῖν Ar. Plut. 146; ὑπήκοόν τινα λαβεῖν Isocr. 5, 21; bes. tributpflichtig, Schäf. D. Hal. de C. V. p. 363. In Athen hießen so die unterwürfigen Bundesgenossen im Ggstz der αὐτόνομοι, Böckh Ath. Staatshh. I p. 433.
-
5 ἀπήκοος
См. также в других словарях:
ὑπήκοος — hearkening masc/fem nom sg ὑπήκους masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπήκοος — ο, η / ὑπήκοος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑπάκοος, ον, Α 1. αυτός που υπόκειται στην εξουσία ενός κράτους ή ενός ηγεμόνα (α. «τούς υπέταξε και τούς έκανε υπηκόους του» β. «Πέρσας Μήδων ὑπηκόους ἐποίησε», Ηρόδ.) 2. αυτός που ακολουθεί πιστά τις εντολές … Dictionary of Greek
υπήκοος — ο, η αυτός που ανήκει στην εξουσία ενός κράτους, ο πολίτης: Έλληνες υπήκοοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπηκόους — ὑπήκοος hearkening masc/fem acc pl ὑπήκους masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπήκοοι — ὑπήκοος hearkening masc/fem nom/voc pl ὑπήκους masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιθαγένεια — (Νομ.). Όρος που υποδηλώνει τον νομικό δεσμό του ατόμου με το κράτος. Η εναλλακτική του ονομασία είναι υπηκοότητα. Η ι. είναι θεσμός που αναφέρεται στην προσωπική κατάσταση του ατόμου, ενώ ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη και το δημόσιο δίκαιο. Η ι.… … Dictionary of Greek
Ρωμαίος — ο, θηλ. Ρωμαία / Ῥωμαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και Ρωμαΐς, Α 1. ο πολίτης, ο κάτοικος τής Ρώμης, αρχαίας ή σύγχρονης, ή αυτός που κατάγεται από τη Ρώμη 2. ο λατινικής καταγωγής και λατινόφωνος Ιταλός 3. κάθε υπήκοος τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που… … Dictionary of Greek
δικαιοδοσία — Η εξουσία του δικαστηρίου για την επίλυση συγκεκριμένης διαφοράς.Εκούσια δ. ονομάζεται η διαδικασία κατά την οποία η δικαστική δ. κρίνει υποθέσεις χωρίς αντιδικία. * * * η (AM δικαιοδοσία) [δικαιοδότης] νεοελλ. 1. εξουσιοδότηση, πληρεξουσιότητα 2 … Dictionary of Greek
καθυπήκοος — καθυπήκοος, ον (Μ) (επιτατ. τού υπήκοος) υπήκοος, υποτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπ ήκοος (< ὑπ ακούω), πρβλ. αυτ ήκοος] … Dictionary of Greek
πρόξενος — Άμισθος ή έμμισθος κρατικός υπάλληλος, ο οποίος εδρεύει μόνιμα στο έδαφος αλλοδαπού κράτους, με τη συγκατάθεση του τελευταίου, και έχει ως αποστολή να εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή να διεκπεραιώνει υποθέσεις των πολιτών του κράτους που εκπροσωπεί ή… … Dictionary of Greek
ραγιάς — Τούρκικη λέξη που προέρχεται από αντίστοιχη αραβική που σημαίνει κοπάδι. Ονομασία που είχαν δώσει οι Τούρκοι στους υποταγμένους λαούς. Η λέξη είχε υποτιμητικό χαρακτήρα. Ο ρ. είχε ελάχιστα δικαιώματα και ήταν υποχρεωμένος να πληρώνει κεφαλικό… … Dictionary of Greek