-
41 ὑπόρραφος
ὑπό-ρρᾰφος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόρραφος
-
42 ὑποστίζω
II Gramm., put a comma, Phlp. in Mete.99.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποστίζω
-
43 ὑποστικτέον
A one must put a comma, Simp. in Cael.316.19, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποστικτέον
-
44 ὑπόστρωμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόστρωμα
-
45 ὑποστρώμνιος
ὑπο-στρώμνιος, ον,A laying on a bed, Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποστρώμνιος
-
46 ὑπόστρωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόστρωσις
-
47 ὑποστρωτέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποστρωτέον
-
48 ὑπόχρισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόχρισμα
-
49 ὑποχριστέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποχριστέον
-
50 ὑποχρίω
ὑπο-χρίω [ῑ],A smear under or on, besmear, anoint,τινί τι Hdt. 2.86
, Hp.Fract.21; paint another's face under the eyes, X.Cyr.8.8.20:—[voice] Med., paint oneself, ὑποχρίεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς (cf. ὑπογράφω v) ib.8.1.41; anoint oneself slightly, Aret.CD1.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποχρίω
-
51 ὑπόχυμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόχυμα
-
52 ὑποχύνω
ὑπο-χύνω ὀφθαλμούς,A cause cataract in the eyes, Cyran. 25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποχύνω
-
53 ὑποχυρογραφέω
A v. ὑποχειρογραφέω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποχυρογραφέω
-
54 ὑπόχυσις
Aὑποχέω 111.2
) cataract, Dsc.1.73(pl.), 2.12(pl.), Ael.NA7.14, Iamb.Myst. 3.25(pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόχυσις
-
55 ὑποβάλλω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποβάλλω
-
56 ὑποβλήδην
ὑπο-βλήδην: interrupting, Il. 1.292†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποβλήδην
-
57 ὑπόβρυχα
ὑπό - βρυχα: adj. as adv., under water, Od. 5.319†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑπόβρυχα
-
58 ὑποδάμνημι
ὑπο-δάμνημι: only mid., ὑποδάμνασαι, thou subjectest thyself, Od. 3.214 and Od. 16.95.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποδάμνημι
-
59 ὑποδείδω
ὑπο-δείδω, aor. ὑπόδδεισαν, ὑποδείσατε, part. ὑποδδείσᾶς, perf. ὑποδείδια, plup. ὑπεδείδισαν: be afraid before, shrink under, fear, abs., and w. acc.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποδείδω
-
60 ὑποδεξίη
ὑπο-δεξίη ( δέχομαι): hospitable welcome, Il. 9.73†. The ῖ is a necessity of the rhythm.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποδεξίη
См. также в других словарях:
υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… … Dictionary of Greek
ὑπό — úpa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕπο — ὑπό úpa indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπό — απαρχαιωμένη πρόθ. ως επίρρ., αποκάτω, σε υποδεέστερη θέση, σε κατώτερη μοίρα: Μην τον λογαριάζεις, είναι υπό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίος. — ὑπὸ παντὶ λίθῳ σκορπίος. См. Скорпионы … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὑπὸ τῇ λεοντῇ πάλιν ὄνος ὀγκήσεται. — ὑπὸ τῇ λεοντῇ πάλιν ὄνος ὀγκήσεται. См. Осла и в львиной коже по крику узнаешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀποκρύπτεις, καὶ ὑπὸ κόλπου φυλάττεις. — ἀποκρύπτεις, καὶ ὑπὸ κόλπου φυλάττεις. См. Знает одна грудь да подоплека … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὄφιν ὑπὸ κόλπου θερμαίνειν. — См. Выкормил змейку на свою шейку … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πῦρ ὑπο τῇ σποδιῇ. — См. Под пеплом искра … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ὑποσταθμώμεθα — ὑπό σταθμάομαι measure by rule pres subj mp 1st pl (attic epic ionic) ὑπό σταθμάομαι measure by rule pres ind mp 1st pl ὑπό σταθμάομαι measure by rule pres subj mp 1st pl (attic epic doric ionic) ὑπό σταθμάομαι measure by rule imperf ind mp 1st… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπανάψει — ὑπό , ἀνά ψέω pres imperat act 2nd sg (attic epic) ὑπό , ἀνά ψέω imperf ind act 3rd sg (attic epic) ὑπό ἀνάπτω make fast on aor subj act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ὑπό ἀνάπτω make fast on fut ind mid 2nd sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)