Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ὑπό-κυκλος

  • 1 υποκυκλος

        2
        закругленный снизу или снабженный колесиками
        

    (τάλαρος Hom.)

    Древнегреческо-русский словарь > υποκυκλος

  • 2 εξιστημι

        (fut. ἐκστήσω, aor. 1 ἐξέστησα; для неперех. знач. med. к aor. 2 ἐξέστην и pf. ἐξέστηκα)
        1) смещать, сводить, выводить
        

    (ἥ κίνησις ἐξίστησι τὸ ὑπάρχον Arst.)

        ἐ. τινὰ ἑαυτοῦ Dem.выводить кого-л. из душевного равновесия;
        ἐ. τινὰ φρενῶν Eur., τοῦ φρονεῖν Xen. и τῶν λογισμῶν Plut.лишать кого-л. рассудка;
        ἐξίστασθαι ὑπό τινος Arst.быть вытесненным кем(чем)-л.

        2) вводить, приводить
        3) приводить в замешательство, расстраивать
        4) изменять, преображать
        

    (τέν φύσιν Plat., Arst.)

        ἐ. τι πρὸς τὸ ἐναντίον Arst.превращать что-л. в (его) противоположность;
        ἐξίστασθαι εἰς τὸ ἐναντίον или εἰς τὸ ἀντικείμενον Arst.превращаться в свою противоположность

        5) лишать
        6) приводить в исступление, лишать рассудка
        

    (τινά Eur., Arst.)

        7) повреждать, портить
        

    (οἶνον, λογισμόν, διάνοιαν Plut.)

        8) уходить прочь или в сторону, удаляться, отклоняться
        

    (τῆς ὁδοῦ Her. ἐκ τοῦ μέσου Xen.)

        ἐξ ἕδρας ἐξεστηκέναι Eur. — сойти с места, сдвинуться;
        φεύγετ΄ ἐξίστασθε Eur. — бегите прочь;
        οὐδένα ἐξίστασθαι Dem. — не отступать ни перед кем;
        ἐξίστασθαι καρδίας Soph. — поступать вопреки своему влечению;
        ἐὰν μέ ἐξίστηται Arst.если не отклоняться в сторону (от темы)

        9) выдаваться наружу, выступать вперед
        

    (κοῖλον, οὐκ ἐξεστηκός Arst.)

        10) уступать
        

    (ὁδοῦ τινι и τῆς τιμῆς τινι Plut.)

        ἐξίσταται νυκτὸς κύκλος τῇ ἡμέρᾳ Soph.ночная пора уступает место дню

        11) (из)меняться
        

    (ὅ αὐτός εἰμι καὴ οὐκ ἐξίσταμαι Thuc.)

        12) отказываться, отрекаться
        ἐξίστασθαι τῆς φιλίας τινί Lys.отказываться от дружбы с кем-л.;
        ἐξίστασθαι τῆς ἀρχῆς Thuc. — сложить с себя власть;
        πάντων τῶν πεπραγμένων ἐκστάς Dem. — отпираясь от всего содеянного (им);
        φιλοσοφίας μέ ἐκστῆναι Plut.не прекращать занятия философией

        13) лишаться
        

    (τῆς φύσεως Arst.)

        ἐξειστήκει τῶν ἑαυτοῦ Dem. — он лишился (всего) своего состояния, но ἐξέστην ἐμαυτοῦ Aeschin. я растерялся (потерял самообладание);
        ἐξεστηκὼς τοῦ φρονεῖν Isocr. и τῶν φρονίμων λογισμῶν ἐκστάς Plut. — лишившийся рассудка;
        ἐξίστασθαι τῆς οὐσίας и ἐκ τῆς οὐσίας Arst. — утрачивать свою сущность;
        ἐξίστασθαι τῶν παλαιῶν μαθημάτων Xen.забыть свои прежние знания

        14) приходить в исступление, лишаться рассудка, быть вне себя
        

    (ἐξεστηκέναι ὑπ΄ ὀργῆς Arst., ὑπὸ λύπης Plut.)

        ὡς ἐξέστη ὑπὸ τῆς πληγῆς Arst. — когда он был оглушен ударом;
        ἐξίσταντο πάντες οἱ ὄχλοι NT. — весь народ был изумлен;
        οἱ ἵπποι ἐξίσταντο ταρβοῦντες Plut. — лошади ошалели от страха;
        οἱ ἐξιστάμενοι Arst.охваченные бредом или душевно больные

        15) портиться
        16) извращаться, искажаться
        ἐξίστασθαι εἰς μανικώτερα ἤθη Arst.нравственно вырождаться

    Древнегреческо-русский словарь > εξιστημι

  • 3 ηλιος

         ἥλιος
        эп. преимущ. ἠέλιος, дор. ἀέλιος и ἅλιος (ᾱ) ὅ
        1) солнце
        

    ἡλίου κύκλος Trag., Arst. — солнечный диск;

        ἡλίου βολαί или τόξα Eur. (= ἀκτῖνες) — солнечные стрелы, т.е. лучи;
        ἡλίου θάλπη Aesch., θάλπος Eur. и καύματα Soph. — солнечный зной;
        ἠέλιος ἀνόρουσε Hom. — солнце взошло;
        ἅμ΄ ἠελίῳ ἀνιόντι Diod. — с восходом солнца;
        ἐς ἠέλιον καταδύντα Hom. — до захода солнца;
        δύσετο ἠέλιος Hom. — солнце зашло;
        ἀφ΄ ἡλίου ἀνιόντος μέχρι δυομένου Aeschin. — от восхода солнца до (его) заката;
        ὑπὸ ἡλίου ἑωρᾶσθαι Thuc. — быть освещенным солнцем;
        μικρὸν πρὸ δύντος ἡλίου Xen. — незадолго до захода солнца;
        περὴ ἡλίου ἔκλειψιν Xen. — во время солнечного затмения;
        ὁρᾶν φάος ἠελίοιο Hom. — видеть солнечный свет, т.е. быть в живых, жить;
        ὑπ΄ ἠελίῳ Hom., ὑφ΄ ἡλίῳ Eur., ὑπὸ ἡλίου Thuc., ὑπὸ τὸν ἥλιον Dem. — под солнцем, т.е. на земле, на свете;
        οὐκέτ΄ εἶναι ὑφ΄ ἁλίῳ Eur.не быть больше в живых

        2) место восхода солнца, восток
        

    πρὸς ἠῶ τ΄ ἠέλιόν τε Hom., πρὸς ἠῶ τε καὴ ἡλίου ἀνατολάς или πρὸς ἠῶ τε καὴ ἥλιον ἀνατέλλοντα Her. — к востоку, на восток;

        οἱ ἀπὸ ἡλίου ἀνατολέων Αἰθίοπες Her.восточные эфиопы

        3) дневной путь солнца, т.е. день
        

    φῶς ἓν ἡλίου Eur. — свет одного дня, т.е. всего лишь один день;

        ἁλίῳ ἀμφ΄ ἑνί Pind. — в течение одного лишь дня;
        ἡλίους δέκα Luc.десять дней

        4) солнечная жара, зной
        

    ἥ. πολύς Luc. — сильная жара;

        οἱ ἥλιοι καὴ τὸ πνῖγος ἐλύπει Thuc.зной и духота мучили (пленников)

        5) солнечный свет
        

    (ἐκ τοῦ ἡλίου εἰς τὸ σκότος ἰέναι Arst.; ἐν ἡλίῳ κατακεῖσθαι Plut.)

        6) светлое настроение, ясность
        

    (τῆς ψυχῆς Plut.)

    Древнегреческо-русский словарь > ηλιος

  • 4 καταλαμπω

        1) освещать (сверху), бросать свет
        ὧν ὅ ἥλιος καταλάμπει Plat. (все то), что освещает солнце

        2) светить, сиять, блистать
        

    (ἐν μέσῳ κατέλαμπε κύκλος ἀελίοιο Eur.; ἥ σελήνη κατέλαμπεν εἰς θάλατταν Plut.)

        ἡμέρα κατέλαμψε Plut. — день воссиял, т.е. рассвело

    Древнегреческо-русский словарь > καταλαμπω

См. также в других словарях:

  • περίκυκλος — ον, Α 1. ο εντελώς σφαιροειδής, ολοστρόγγυλος 2. (η δοτ. ως επίρρ.) περικύκλῳ γύρω γύρω, ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κύκλος (πρβλ. υπό κυκλος)] …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Ρουάντα — Κράτος της Κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Ουγκάντα, στα Δ με το Κόνγκο, και στα Α – ΝΑ με την Τανζανία.H Pουάντα βρίσκεται κυριολεκτικά στην καρδιά της «μαύρης» ηπείρου, ανάμεσα στα ηφαιστειακά βουνά που, κατά μήκος της Pιφτ Bάλεϊ,… …   Dictionary of Greek

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»