-
1 υποπτως
1) подозрительно, недоверчивоὑ. ἔχειν πρός τινα (τι) Isocr., Dem., Plut. — подозрительно относиться к кому(чему)-л.;
ὑ. ἀποδέχεσθαι τοὺς μηνυτάς Thuc. — быть склонным не верить доносчикам2) внушая подозрение, подозрительноὑ. διακεῖσθαί τινι Thuc. — возбуждать подозрение в ком-л.
-
2 ανυποπτως
-
3 διακειμαι
1) находиться в (каком-л.) положении или состоянии(σῶμα μοχθηρῶς διακείμενον Plat.; εὖ ἢ κακῶς Arst.; κακῶς ὑπὸ τραυμάτων διακείμενος Plut.)
ὁρᾶτε ὡς διακεῖμαι ὑπὸ τῆς νόσου Thuc. — вы видите, в каком я состоянии из-за болезни;οὔπω διακέοιντο οἱ Λακεδαιμόνιοι ὥσπερ τοὺς Ἀθηναίους διέθεσαν Xen. — (они думали, что) лакедемоняне еще не находятся в таком положении, в какое они (сами некогда) поставили афинян;ἄμεινον ὑμῖν διακείσεται Xen. — (так) для вас будет лучше2) быть расположенным или настроенным(εὖ τινι Isae.; χαλεπῶς πρός τινα Plat.; εὐθαρσῶς πρὸς τὸν κίνδυνον Plut.)
ἐπιφθόνως δ. τινι Thuc. — внушать кому-л. чувство зависти;ὑπόπτως δ. τινι Thuc. — возбуждать в ком-л. подозрение;φιλικῶς δ. πρός τινα Arst. — дружелюбно относиться к кому-л.3) быть установленным(ὥς οἱ διέκειτο Hes.)
ἐπὴ διακειμένοισι Her. — на (заранее) определенных условиях
См. также в других словарях:
υπόπτως — ὑπόπτως ΝΜΑ, και ύποπτα Ν βλ. ύποπτος … Dictionary of Greek
ὑπόπτως — ὕποπτος viewed with suspicion adverbial ὕποπτος viewed with suspicion masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύποπτος — η, ο / ὕποπτος, ον, ΝΜΑ αυτός που γεννά υποψίες, που παρέχει υποψίες, που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη (α. «είναι ύποπτο άτομο» β. «ἐγὼ δ ὕποπτος ἐχθρὸς ἦ παλαιγενής», Αισχύλ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ύποπτος (νομ.) κάθε πρόσωπο για το οποίο υπάρχει … Dictionary of Greek
ANTIPHON — quidam scripsit librum περὶ τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, e quo Laertius Diogenes, l. 8. Pythagorae vitam illustrat. Citat eundem, sed περὶ τȏυ βίου τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, Porphyrius, in Vita Pythagorae, et ex illo Cyrillus, l. 10. contra Iulianum … Hofmann J. Lexicon universale
εχθροειδώς — ἐχθροειδῶς (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπόπτως» … Dictionary of Greek
πρόθυμος — η, ο / πρόθυμος, ον, ΝΜΑ αυτός που δείχνει καλή διάθεση και ζήλο για μια ενέργεια, αυτός που έχει προθυμία να κάνει κάτι που τού ζητήθηκε ή που πρέπει (α. «είμαι πάντα πρόθυμη να σέ βοηθήσω» β. «οὐκ εἰμὶ πρόθυμος ἐξηγέεσθαι», Ηρόδ.) αρχ. 1. αυτός … Dictionary of Greek