-
1 υποληψις
- εως ἥ1) подхватываниеἐξ ὑπολήψεως Plat. — друг за другом, по очереди
2) предположение, (предвзятое) мнение Plat., Arst., Dem., Plut.ἐκ τῆς ὑπολήψεως Arst. — предположительно
3) неосновательное подозрение, предубеждение(ἄγνοια καὴ ὑ. Luc.)
4) уважениеὑπόληψιν ἐμποιεῖν τινι Plut. — снискать себе уважение у кого-л.
5) возражение, ответ(ὑπόληψίν τινα ποιεῖσθαι Isocr.)
-
2 αντιτεινω
1) тянуть назад, оттягивать(εἰς τοὔπισθεν τι Arst.; πάλιν τὰς ἡνίας Plut.)
2) противопоставлять, перен. возмещать, отплачивать(νήπια ἀντὴ νηπίων Eur.)
3) тянуться к противоположной стороне, лежать против(τῷ Ἀρτεμισίῳ αἰγιαλῷ Plut.)
ἀντιτείνοντες πρὸς τὸ μέσον λόφοι Plut. — тянущиеся посредине (равнины) холмы4) упираться, противиться(τινί Her., Plat., πρός τι Plat., Arst. и πρός τινα Arst.)
τὰ ἀντιτείνοντα (δένδρα) ἀπόλλυται Soph. погов. — не гнущиеся (во время бури) деревья гибнут;ἥ ἀντιτείνουσα ὑπόληψις Arst. — твердое (досл. непреклонное) убеждение
См. также в других словарях:
ὑπόληψις — taking up fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολήψει — ὑπόληψις taking up fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑπολήψεϊ , ὑπόληψις taking up fem dat sg (epic) ὑπόληψις taking up fem dat sg (attic ionic) ὑπολαμβάνω take up by getting under fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολήψεις — ὑπόληψις taking up fem nom/voc pl (attic epic) ὑπόληψις taking up fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολήψεσι — ὑπόληψις taking up fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολήψεσιν — ὑπόληψις taking up fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολήψιος — ὑπόληψις taking up fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόληψιν — ὑπόληψις taking up fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόληψη — η / ὑπόληψις, ήψεως, ΝΜΑ, και μτγν. τ. ὑπόλημψις, Α [ὑπολαμβάνω] η καλή γνώμη που διαμορφώνει κανείς για κάποιον ή για κάτι, εκτίμηση, σεβασμός (α. «είναι άνθρωπος με υπόληψη» β. «ἔργοις τὴν δόξαν καὶ τὴν τῶν στρατιωτῶν ὑπόληψιν ἐπιστοῡτο»,… … Dictionary of Greek
ВООБРАЖЕНИЕ — фантазия способность человеческого сознания создавать образы, не имеющие непосредственных аналогов в действительности. Философия изучает творческое продуктивное В., которое, отталкиваясь от наличной вещи с ее случайными признаками и особенностями … Философская энциклопедия
SUPERSTITIO — Graecis Δεισιδαιμονία, Plutarcho definitur δόξα ἐμπαθὴς καὶ δέος ποιητικὴ ὑπόληψις ενταπεινοῦιτος καὶ συντρίβοντος τῆς ἄνθρωπον, οἰό μενόν τ᾿ εἶναι θεοὺς, εἶναι δὲ λυπηροὺς καὶ βλαβερούς. Nascitur nempe, ab immani divinitatis metu, quu Deum… … Hofmann J. Lexicon universale
πιστός — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Έδεσσα της Ελλάδας και μαρτύρησε επί Μαξιμιανού (285 305), μαζί με τη μητέρα του Βάσσα και τα αδέλφια του Θεογόνιο και Αγάπιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 21 Αυγούστου. II Επίσκοπος της… … Dictionary of Greek