Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ὑπο-τέμνω

  • 1 υποτεμνω

        ион. ὑποτάμνω
        1) тж. med. подрезывать, перерезывать, подрубать
        

    (γλῶσσαν, πυθμέν΄ ἐλαίης Hom. - in tmesi; ὑ. τὰς ἀγκύρας τῆς νεώς Plut.)

        ὑποτεμεῖν τῶν πυλῶν τοὺς στρόφιγγας Plut. — взломать крюки (городских) ворот;
        ὑποτμηθεὴς τέν ἰγνύην Luc. — с перерезанными поджилками;
        τὰς ῥίζας ὑποτετμημένος Luc. — с подрубленными корнями;
        ὑποτέμνεσθαι τὸν εἰς Σάμον πλοῦν Xen. — перерезать морской путь на Самос;
        ὑποταμέσθαι τινὴ τὸ ἀπὸ τῶν νεῶν Her.отрезать кому-л. путь к кораблям

        2) перехватывать, отводить к себе
        

    (πηγάς τινος Plat.)

        3) преимущ. med. пресекать, прекращать, подавлять
        

    (τὰς πάντων ὁρμάς Polyb.; τέν εὐφροσύνην Luc.; τὰς ἐλπίδας τινός Xen.)

        ὑποτέμνεσθαι τὰς ὁδούς τινος Arph.пресекать чьи-л. поползновения

        4) ( о кожевнике) мошеннически срезать
        

    (δέρμα βοός Arph.)

    Древнегреческо-русский словарь > υποτεμνω

  • 2 ανατεμνω

        1) разрезать, рассекать
        

    (νεκρόν Her., Plut.)

        2) отрезать, отсекать
        

    (τὰ κλήματα Aeschin.)

        3) растерзывать
        

    (ἀνατεμνόμενος ὑπὸ τοῦ ὀρνέου, sc. Προμηθεύς Luc.)

    Древнегреческо-русский словарь > ανατεμνω

См. также в других словарях:

  • τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • ταμίας — Ονομάζεται τ. εκείνος ο οποίος διευθύνει ένα ταμείο, ο αρμόδιος για την είσπραξη και πληρωμή χρημάτων καθώς και εκείνος, ο οποίος διαχειρίζεται την περιουσία συλλόγων, σωματείων, συνεταιρισμών κλπ. Κατά την αρχαιότητα ονομάζονταν ταμίαι… …   Dictionary of Greek

  • υδροτομία — η, Ν ιατρ. μέθοδος που διευκολύνει την εκτέλεση λεπτών τομών με την συνεχή έγχυση νερού υπό πίεση μέσα στην κύρια αρτηρία τού προς εξέταση οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydrotomie (< υδρ[ο] * + τομία < τόμος < τέμνω)] …   Dictionary of Greek

  • υποτέμνω — και ιων. τ. ὑποτάμνω Α [τέμνω] 1. κόβω αποκάτω («ὑπὸ γλῶσσαν τάμε χαλκός», Ομ. Ιλ.) 2. κόβω κρυφά, δόλια («ὑποτέμνων ἐπώλεις δέρμα μοχθηροῡ βοός», Αριστοφ.) 3. αποκόπτω, παρεμποδίζω με δολιότητα (α. «ὑποτεμόμενοι τὰς εἰς τὴν πόλιν φερούσας ὁδούς» …   Dictionary of Greek

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»