-
1 υποδέκτης
ο см. υποδοχεύς
См. также в других словарях:
ὑποδέκτης — receiver masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποδέκτης — ὁ, ΜΑ [ὑποδέχομαι] ταμίας, αρμόδιος για την παραλαβή τών χρημάτων τού δημόσιου ταμείου αρχ. ο ὑποδοχεύς*, αυτός που υποδέχεται ή φιλοξενεί κάποιον … Dictionary of Greek
ὑποδέκται — ὑποδέκτης receiver masc nom/voc pl ὑποδέκτᾱͅ , ὑποδέκτης receiver masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδεκτῶν — ὑποδέκτης receiver masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδέκταις — ὑποδέκτης receiver masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδέκτην — ὑποδέκτης receiver masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδέκτα — ὑποδέκτᾱ , ὑποδέκτης receiver masc nom/voc/acc dual ὑποδέκτης receiver masc voc sg ὑποδέκτᾱ , ὑποδέκτης receiver masc gen sg (doric aeolic) ὑποδέκτης receiver masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδέκτας — ὑποδέκτᾱς , ὑποδέκτης receiver masc acc pl ὑποδέκτᾱς , ὑποδέκτης receiver masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποδεκτικός — ή, όν, Α [ὑποδέκτης] 1. κατάλληλος να δέχεται μέσα του κάτι για εναποθήκευση («ὑποδεκτικὸν ταρίχων ἀγγεῑον», Σχόλ. Αριστοφ.) 2. φρ. «ὑποδεκτικὸν δεῑπνον» δείπνο υποδοχής, δείπνο για να καλωσορίσουν και να τιμήσουν κάποιον (Πλούτ.) … Dictionary of Greek
χρυσυποδέκτης — και χρυσοϋποδέκτης, ὁ, ΜΑ υπάλληλος που συγκέντρωνε φόρους οι οποίοι καταβάλλονταν σε χρυσό αρχ. τίτλος αξιωματούχου στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ὑποδέκτης «ταμίας, αρμόδιος για την παραλαβή χρημάτων τού δημόσιου ταμείου»] … Dictionary of Greek