Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑπογράφῃ

  • 81 квит

    α. (οικον.)
    1. παλ. απόδειξη, υπογραφή, εξδφλιση χρέους.
    2. ως κατηγ. είμαστε ισοφαρισμένοι, πάτσι•

    я с тобой квит ξόφλησα με σένα•

    мы с тобой квит είμαστε πάτσι.

    3. (παλ,) ως κατηγ. τέλειωσε, τέλος.
    εκφρ.
    играть на квит – τα παίζω όλα για όλα•
    квит да квит – πλήρης εξδφλιση, μέχρι και το λεπτό.

    Большой русско-греческий словарь > квит

  • 82 орнаментальный

    επ.
    1. διακοσμητικός•

    -ые работы διακοσμητικές εργασίες•

    -ая роспись ωραία (διακοσμητική) υπογραφή.

    2. (φιλγ.) ε-ξωράιση, περικόσμηση, ωραιοποίηση.

    Большой русско-греческий словарь > орнаментальный

  • 83 отказать

    -кажу, скажешь
    ρ.σ.
    1. αρνούμαι• απορρίπτω•

    отказать в помощи αρνούμαι τη βοήθεια.

    || (για γάμο) δε δέχομαι, δε συγκατατίθεμαι•

    она отказала ему αυτή του αρνήθηκε να τον παντρευτεί.

    2. στερώ•

    природа -ла ему в зр-нии η φύση του στέρησε την όραση•

    отказать себе в самом необходимом στερούμαι και του πιο απαραίτητου.

    || δεν παραδέχομαι δεν αναγνωρίζω•

    ему нельзя отказать в таланте δεν μπορώ νααρνηθώ το ταλέντο του.

    3. παλ. απολύω, διώχνω αποπέμπω•

    отказать от места, от работы,от службы απολύω από τη θέση, τη δουλειά, την υπηρεσία.

    4. (για μηχανισμούς κ.τ.τ.) σταματώ, δε δουλεύω, δε λειτουργώ. || (για μέλη του σώματος, όργανα κ.τ.τ.) δεν υπακούω ή δεν υποτάσσομαι με εγκαταλείπειπουν•

    ноги -лись τα πόδια δε μου το λένε•

    глаза –ли η όραση με εγκατέλειψε•

    голос -ал πάει η φωνή που είχα κάποτε (με εγκατέλειψε).

    εκφρ.
    не -жите в любезности – έχετε την καλωσύνη, κάνετε μου τη χάρη.
    1. αρνούμαι•

    отказать выполнить просьбу αρνούμαι να εκπληρώσω την παράκληση.

    2. παραιτούμαι από κάτι --от наследства παραιτούμαι από την κληρονομιά. || (για σχέσεις, δεσμούς κ.τ.τ.)• διακόπτω απαρνούμαι•

    все мой родственники -лись от меня όλοι οι συγγενείς μου με απαρνήθηκαν, δε θεωρώ δικό μου•

    отказать от своей подписи αρνούμαι την υπογραφή μου•

    отказать от своих слов αρνούμαι τα λόγια μου.

    || εγκταλείπω παρατώ παραιτούμαι• απαρνούμαι•

    доктора –лись от этого больного οι γιατροί τον αποφάσισαν αυτόν τον άρρωστο•

    отказать от своего намерения παραιτούμαι του σκοπού μου•

    отказать от должности παραιτούμαι από τη θέση•

    отказать от престола παραιτούμαι από το θρόνο.

    3. σταματώ, παύω (να υπηρετώ, να εργάζομαι, να υποτάσσομαι κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    не -жусь(не -лся бы) – δεν αρνούμαι, δε θα αρνιόμουν ευχαρίστως•
    не -жусь выпить стакан чаю – ευχαρίστως θα πιώ ένα ποτήρι τσάι.
    -ажу, -ажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отказанный, βρ: -зан, -а, -о ρ.σ.μ. παλ. (για κληρονομιά) αφήνω, εγκαταλείπω κληροδοτώ.

    Большой русско-греческий словарь > отказать

  • 84 параф

    α.
    1. εξιδιασμένη (ωραία) υπογραφή.
    2. μονογραφή• τζίφρα.

    Большой русско-греческий словарь > параф

  • 85 под

    α.
    βυθός, πάτος φούρνου, θερμάστρας.
    κ. подо (πρόθεση).
    I.
    Με αιτ. (για κίνηση, κατεύθυνση αντικειμένου προσώπου κλπ.).
    1. με σημ. τοπική αποκάτω, κάτω απο, υπό•

    поставить чемодан под кровать βάζω τη βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι•

    ходить под дождь βαδίζωμε βροχή.

    2. (για κατάσταση)• με τα ρ. взять, отдать, попасть κ.τ.τ. υπό, στον, στην κλπ.• взять под контроль παίρνω κάτω από τον έλεγχο•

    он попал под машину τον πάτησε το αυτοκίνητο•

    под арест υπό κράτηση•

    под угрозу υπο ή με την απειλή•

    отдать под суд δίνω στο δικαστήριο•

    отдать под власть παραδίνω στην εξουσία.

    3. (για τόπο, χώρο)• κίνηση προς κάτι• πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    перевести семью под Афины μεταφέρω την οικογένεια κοντά στην Αθήνα.

    4. (με σημ. χρονική) κοντά, σιμά, κατά την προηγούμενη, την παραμονή•

    под воскреснье κατά την Κυριακή•

    под праздник κοντά τη γιορτή•

    под рождество κοντά τα Χριστούγεννά•

    под новый год την παραμονή της Πρωτοχρονιάς•

    -вечер κατά το βράδυ•

    под утро κατά το πρωί•

    ему под сорок лет αυτός πλησιάζει τα σαράντα (χρόνια).

    5. (για ήχο) με, υπό με τη συνοδεία•

    под шум κάτω από τον θόρυβο•

    под аплодисменты κάτω από τα χειροκροτήματα•

    петь под гитару τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας.

    6. (προορισμό)• για•

    бутылка под молоко μποκάλι για γάλα•

    склад под овощи αποθήκη λαχανικών.

    7. σαν, εν είδη, με μορφή, κατ απομίμηση•

    под орех απομίμηση κάρυνου ξύλου (χρώματος)•

    под мрамор κατ απομίμηση μάρμαρου.

    || (για όργανο, εργαλείο)• με•

    остричь под машинку κουρεύω με τη μηχανή.

    8. με, επί•

    выдать под расписку δίνω με υπογραφή•

    под честное слово με λόγο τιμής.

    II.
    Με οργν. (για αντικείμενα, πρόσωπα κλπ.).
    1. κάτω απο•

    стоять под навесом στέκομαι κάτω από το υπόστεγο•

    сидть под деревом κάθομαι κάτω από το δέντρο•

    под небесным сводом κάτω από τον ουράνιο θόλο (στο ύπαιθρο).

    || (για επίδραση) κάτω απο•

    под огнм противника κάτω από τα πυρά του εχθρού.

    2. (για κατάσταση, εκτέλεση)•

    под руководством партии κάτω από την καθοδήγηση τουκόμματος•

    под турецким игом κάτω από τον τούρκικο ζυγό.

    || με•

    под замком με κλειδωνιά•

    под ключом με το κλειδί.

    3. (αιτία) λόγω, ένεκα με τη συνέπεια υπό•

    под действием тепла με την επίδραση της θερμότητας•

    под тяжестью λόγω της βαρύτητας.

    4. (για ευρισκόνα πράγματα, πρόσωπα κλπ.) πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    жить - Афинами ζω κοντά στην Αθήνα•

    битва под Москвой η μάχη κοντά στη Μόσχα.

    5. (προορισμό)• για•

    банка под вареньем βάζο για γλυκό•

    склад под овощами αποθήκη λαχανικών•

    поле под клевером το τριφυλλοχώραιφο.

    6. με, υπό•

    судно под греческим флагом σκάφος με ελληνική σημαία•

    под псевдонимом με το ψευδώνυμο•

    под именем με το όνομα•

    под названием με την ονομασία.

    || με•

    под соусом με σάλτσα.

    || με τα ρ. понимать, подразумевать κλπ. με•

    я хочу знать что вы понимаете под этими словами θέλω να μάθω, τι εννοείτε με αυτές τις λέξεις.

    Большой русско-греческий словарь > под

  • 86 подделать

    ρ.σ.
    1. παραποιώ κιβδηλεύω•

    -подпись πλαστογραφώ υπογραφή•

    подделать монету παραχαράσσω νόμισμα•

    подделать ключ φτιάχνω αντικλείδι•

    подделать печать παραποιώ σφραγίδα.

    || νοθεύω•

    подделать вина νοθεύω το κρασί.

    2. στερεώνω από κάτω.
    1. απομιμούμαι•

    подделать под древнегрческих скульпторов απομιμούμαι, τους αρχαι-ους Ελληνες γλύπτες.

    || προσαρμόζομαι,.
    2. καλοπιάνω.

    Большой русско-греческий словарь > подделать

  • 87 подпис

    α. παλ.
    υπογραφή.

    Большой русско-греческий словарь > подпис

  • 88 подписание

    ουδ.
    υπογραφή.

    Большой русско-греческий словарь > подписание

  • 89 подписывание

    ουδ.
    υπογραφή.

    Большой русско-греческий словарь > подписывание

  • 90 получение

    ουδ.
    βλ. получка; расписка в -и υπογραφή παραλαβής•

    получение денег λήψη χρημάτων.

    Большой русско-греческий словарь > получение

  • 91 расписка

    θ.
    1. αντιγραφή• γράψιμο. || καταχώρηση, καταγραφή. || κατανομή.
    2. διακόσμηση (σχηματική, έγχρωμη). || περιγραφή, διήγηση• ωραιοποίηση.
    3. ενυπόγραφο αποδεικτικό έγγραφο•

    долговая расписка υπογραφή χρεωστικής απόδειξης.

    Большой русско-греческий словарь > расписка

  • 92 скрепа

    -ы.θ.
    1. στερέωση.
    2. σημείο στερέωσης.
    3. συνδετήρας.
    4. παλ. υπογραφή (βεβαίωσης, θεώρησης, επικύρωσης).

    Большой русско-греческий словарь > скрепа

  • 93 собственноручный

    επ.
    ιδιόχειρος•

    -ая расписка ιδιόχειρη υπογραφή.

    Большой русско-греческий словарь > собственноручный

  • 94 ставить

    ставлю, ставишь
    ρ.δ.μ.
    1. στήνω ορθό•

    ставить на ноги στήνω στα πόδια.

    2. βάζω, θέτω τοποθετώ•

    ставить посуду на стол βάζω τα σκεύη στο τραπέζι•

    ставить на пост τοποθετώ στο πόστο•

    ставить к станку τοποθετώ στη μηχανή (για δουλειά).

    || διορίζω•

    ставить нового завхоза διορίζω νέο διαχειριστή.

    || εγκατασταίνω•

    ставить на квартиру εγκατασταίνω σε δ ιαμέρ ισμα.

    || μτφ. φέρω, οδηγώ•

    ставить в неловкое положение φέρω σε δύσκολη κατάσταση.

    3. στήνω•

    ставить телеграфные столбы στήνω (βάζω) τηλεγραφικούς στύλους•

    ставить лестницу к стене στερεώνω τη σκάλα στον τοίχο•

    ставить книги в шкаф βάζω ορθά τα βιβλίαστη βιβλιοθήκη.

    || δίνω προσφέρω•

    ему всегда ставят кресло αυτού πάντοτε του προσφέρουνπολυθρόνα (να καθίσει)•

    им -ьте пол-литра βάλτε τους (κεράστε τους) μισό κιλό βότκα.

    4. μτφ. παραλληλίζω, παραβάλλω, συγκρίνω.
    5. (χαρτπ.) ποντάρω. || μετακινώ•

    ставить часы βάζωτο ωρολόγι (μετακινώ τους δείκτες).

    6. βάζω•

    ставить паруса βάζω πανιά•

    ставить подпись βάζω υπογραφή•

    ставить знаки препинания βάζω αποσιωπητικά.

    || επιθέτω•

    ставить компресс βάζω κομπρέσα•

    ставить горчичники βάζω συναπισμό•

    ставить пиявки βάζω βδέλλες•

    ставить печать βάζω σφραγίδα.

    7. οικοδομώ, φτιάχνω•

    ставить избу φτιάχνω ίζμπα (ξυλόσπιτο)•

    ставить мельницу φτιάχνω μύλο.

    8. κανονίζω, ρυθμίζω• οργανώνω. || διεξάγω, κάνω, πραγματοποιώ•

    ставить опыты κάνω πειράματα•

    ставить оперу ανεβάζω μελόδραμα.

    9. προτείνω•

    ставить вопрос на обсуждение βάζω το ζήτημα για συζήτηση•

    ставить резолюцию на голосование βάζω την απόφαση σε ψηφοφορία.

    10. θεωρώ, λογίζω, παίρνω ως•

    ставить в вину θεωρώ ένοχο (φταίχτη)•

    ставить своей задачей βάζω ως καθήκον μου.

    || σε συνδυασμό με μερικά ουσ. και μαζί με προθέσεις αποδίδεται και με σημ. αποτο ουσιαστικό: -под контроль βάζω υπο έλεγχο (ελέγχω)•

    ставить в связь συνδέω.

    εκφρ.
    ставить диагноз – κάνω διάγνωση (ασθένειας)- ставить крест на ком-чём οριστικά κ. αμετάκλιτα, βάζω τελεία και παύλα•
    ставить рекорд – κατακτώ ρεκόρ•
    ставить самовар – βάζω το σαμοβάρι(να βράσει το νερό)•
    ставить термометр ή градусник – βάζω το θερμόμετρο•
    ставить тесто – βάζω το ζυμάρι να γίνει•
    ставить хлебы, пироги – βάζω ζυμάρι για ψωμιά, πίτες•
    ставить на своё место – βάζω στη θέση (συμμορφώνω)•
    ставить себя на чь место – βάζω τον εαυτό μου στη θέση κάποιου (προσποιούμαι τον...)- ставить вопрос ребром βάζω το ζήτημα ορθά-κοφτά•
    ставить последнюю копейку ребром – ξοδεύω μάταια κ. το τελευταίο καπίκι•
    ставить знак равенства между кем-чем – εξισώνω, βάζω στην ίδια μοίρα με, παρομοιάζω με.
    μπαίνω, τοποθετούμαι, τίθεμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    ставлю, ставишь
    ρ.δ. κ. παλ. εφοδιάζω, προμηθεύω.
    εφοδιάζομαι., προμηθεύομαι..

    Большой русско-греческий словарь > ставить

  • 95 тамга

    θ.
    (παλ. κ. διαλκ.)• στίγμα, σημάδι. || σφραγίδα. || υπογραφή, τζίφρα. || τελωνειακός δασμός.

    Большой русско-греческий словарь > тамга

  • 96 фирма

    θ.
    1. επωνυμία εταιρική ή εμπορικού οίκου, φίρμα. || παλ. ονομασία• υπογραφή.
    2. μτφ. πρόφαση, πρόσχημα.

    Большой русско-греческий словарь > фирма

  • 97 διαγραφή

    A delineation, Pl.R. 501a; diagram, Plu.Phil.4;

    ἡ δ. τῶν φύλλων

    outline,

    Thphr.HP3.13.1

    ; delimitation of land, PAmh.2.40.11 (ii B. C.): in pl., plans, specifications of a building, OGI46.3 (Halic.).
    II outline, scheme,

    τὰς δ. ποιεῖσθαι Arist.Top. 105b13

    ; table, syllabus, Id.EN 1107a33, cf. EE 1228a28 (cf. ὑπογραφή); description of goods sold, PTheb.Bank2.6; register,

    ἁπάντων τῶν γενῶν Diph.43.7

    , cf. CIG 3060 ([place name] Teos), etc.; list of articles, Sammelb.3924.21.
    III decree, ordinance, esp. of Alexander, IG12(2).526.35, al.;

    αἱ περὶ τῶν ἱερῶν δ. D.H.3.36

    .
    IV crossing out, cancelling, of a debt: hence, payment,

    ποιεῖν τὴν δ. τινὶ τῶν εἴκοσι πέντε ταλάντων Plb.31.27.7

    , cf. PTeb.121.3 (i B.C.), al.; payment by draft, SIG742.52 (Ephesus, pl.); certificate that such payment has been made, BGU281.15 (ii A.D.).
    V contract, PTeb.88.9 (ii B. C.).
    VI levy, tax, Just.Nov.131.5, al.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαγραφή

  • 98 κεφαλαιώδης

    A capital, principal, Stoic.2.75, Luc.DMort.20.1: [comp] Comp.,

    νόμοι Ph.2.183

    , cf. Luc.Salt.61, Hierocl. in CA27p.484M.: [comp] Sup., Hp.Decent.6, Luc.Pseudol.10; τὸ -ῶδες the general character summed up in a definition, Arr.Epict.2.12.9.
    II summary,

    ἐξήγησις Plb.2.14.1

    ;

    ὑπογραφή D.H.2.72

    . Adv. -

    δῶς Arist.Rh. 1415b8

    , Metaph. 988a18, Plb.1.13.1, D.H.Comp.8, etc.: [comp] Sup. - έστατα Epicur.Ep.1p.31U.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφαλαιώδης

  • 99 σῶμα

    σῶμα, ατος, τό (Arc. dat. pl.
    A

    σωμάτεσι IG5(2).357.156

    (Stymphalus, iii B.C.)), body of man or beast, but in Hom., as Aristarch. remarks (v. Apollon.Lex.), always dead body, corpse (whereas the living body is δέμας)

    , ὥς τε λέων ἐχάρη μεγάλῳ ἐπὶ σώματι κύρσας Il.3.23

    , cf. 18.161; [full] ς.

    δὲ οἴκαδ' ἐμὸν δόμεναι πάλιν 7.79

    ;

    σ. κατελείπομεν ἄθαπτον Od.11.53

    ;

    ὦν.. σώματ' ἀκηδέα κεῖται 24.187

    ; so also in Hes.Sc. 426, Simon.119, Pi.O.9.34, Hdt.7.167, Posidon.14 J., Ev.Marc.15.43, etc.;

    τὸ σ. τοῦ τεθνεῶτος Pl.R. 469d

    , cf. Grg. 524c, D.43.65;

    σ. νεκρόν POxy.51.7

    (ii A.D.); νεκρὸν ς. Gal.18(2).93, cf.

    νεκρός 11.1

    ; μέγιστον σ... σποδου, = σ. μέγιστον ὃ νῦν σποδός ἐστι, S.El. 758; also later, Wilcken Chr. 499 (ii/iii A.D.).
    2 the living body, Hes.Op. 540, Batr.44, Thgn.650, Pi.O.6.56, P.8.82, Hdt.1.139, etc.;

    δόμοι καὶ σώματα A.Th. 896

    (lyr.); γενναῖος τῷ ς. S.Ph.51; εὔρωστος τὸ ς. X.HG6.1.6; τὸ σ. σῴζειν or - εσθαι save one's life, D.22.55, Th.1.136; διασῴζειν or

    - εσθαι Isoc.6.46

    , X.An.5.5.13;

    περὶ πολλῶν σ. καὶ χρημάτων βουλεύειν Th.1.85

    ; περὶ τοῦ σ. ἀγωνίζεσθαι for one's life, Lys.5.1; ἔχειν τὸ σ. κακῶς, ὡς βέλτιστα, etc., to be in a bad, a good state of bodily health, X.Mem.3.12.1, 3.12.5.
    3 body, opp. spirit ([etym.] εἴδωλον), Pi.Fr. 131; opp. soul ([etym.] ψυχή), Pl.Grg. 493a, Phd. 91d; τὰ τοῦ σ. ἔργα bodily labours, X.Mem. 2.8.2; αἱ τοῦ σ. ἡδοναί, αἱ κατὰ τὸ σ. ἡδ., ib.1.5.6, Pl.R. 328d; τὰ εἰς τὸ σ. τιμήματα bodily punishments, Aeschin.2.139;

    τὰ εἰς τὸ σ. ἀδικήματα PHal.1.193

    (iii B.C.).
    4 animal body, opp. plants, Pl.R. 564a (pl.); but of plants, 1 Ep.Cor.15.38.
    6 in NT, of the sacramental body of Christ,

    τοῦτό ἐστι τὸ σ. μου Ev.Matt.26.26

    , cf. 1 Ep.Cor.10.16.
    b of the body of Christ's church,

    οἱ πολλοὶ ἓν σ. ἐσμεν ἐν Χριστῷ Ep.Rom.12.5

    ; ἡ ἐκκλησία ἥτις ἐστὶ τὸ σ. [τοῦ Χριστοῦ] Ep.Eph.1.23.
    II periphr., ἀνθρώπου σ. ἓν οὐδέν, = ἄνθρωπος οὐδὲ εἷς, Hdt.1.32; esp. in Trag., σῶμα θηρός, = θήρ, S.OC 1568 (lyr.); τεκέων σώματα, = τέκνα, E.Tr. 201 (lyr.); τὸ σὸν σ., = σύ, Id.Hec. 301; rarely in sg. of many persons,

    σῶμα τέκνων Id.Med. 1108

    (anap.).
    2 a person, human being, τὰ πολλὰ σ., = οἱ πολλοί, S.Ant. 676; λευκὰ γήρᾳ ς. E. HF 909 (lyr.);

    σ. ἄδικα Id.Supp. 223

    , cf. Pl.Lg. 908a, PSI 4.359.9 366.7 (iii B.C.), etc.; ἑκάστου τοῦ σώματος, IG12.22.14;

    κατὰ σῶμα

    per person,

    PRev.Laws50.9

    (iii B.C.);

    καταστήσαντες τὸ σ. ἀφείσθωσαν τῆς ἐγγύης PMich.Zen.70.12

    (iii B.C.); ἐργαζομένη αὑτῇ τῷ ἰδίῳ ς. working for her self, earning her own living, PEnteux.26.7 (iii B.C.); τὰ φίλτατα ς., of children, Aeschin.3.78; freq. of slaves, αἰχμάλωτα ς. D.20.77, IG12(7).386.25 (Amorgos, iii B.C.), SIG588.64 (Milet., ii B.C.), etc.; οἰκετικὰ ς. Lexap.Aeschin.1.16, cf. SIG633.88 (Milet., ii B.C.);

    δοῦλα Poll.3.78

    ; ἐλεύθερα ς. X.HG2.1.19, Plb.2.6.6, etc.; later, σῶμα is used abs. for a slave, PHib.1.54.20 (iii B.C.), Plb.12.16.5, Apoc.18.13, etc.;

    σ. γυναικεῖον, ᾇ ὄνομα.. GDI2154.6

    (Delph., ii B.C.); a usage censured by Poll.l.c. and Phryn.355; also of troops,

    τὴν τῶν σ. σύνταξιν Aen.Tact.1.1

    ;

    μηχανήμασιν ἢ σώμασιν ἐναντιοῦσθαι ὧδε Id.32.1

    .
    III generally, a body, i.e. any corporeal substance, δεῖ αὐτὸ (sc. τὸ ὄν)

    σ. μὴ ἔχειν Meliss.9

    ;

    ἢ μέγεθός ἐστιν ἢ σ. ἐστιν Gorg.3

    ; σ. ἄψυχον, ἔμψυχον, Pl.Phdr. 245e, cf. Plt. 288e, Arist.Ph. 265b29, al.;

    ὁ λίθος σ. ἐστι Luc.Vit.Auct.25

    ;

    φασὶν οἱ μὲν σ. εἶναι τὸν χρόνον, οἱ δὲ ἀσώματον S.E.M.10.215

    ; κυκλικὸν ς., of one of the spheres, Jul.Or.5.162b, al.; τὸ πέμπτον ς. the fifth element, Philol.12, Placit.1.3.22, Jul.Or.4.132c; metallic substance, Olymp. Alch.p.71 B.
    2 Math., figure of three dimensions, solid, opp. a surface, etc., Arist.Top. 142b24, Metaph. 1020a14, al.
    IV the body or whole of a thing, esp. of complete parts of the body,

    τὸ σ. τῶν νεφρῶν Id.HA 497a9

    ;

    τὰ σ. τῶν αἰσθητηρίων Id.GA 744b24

    ; τὸ σ. τῆς γαστρός, τῆς κοιλίας, Gal.15.667,806;

    σ. παιδοποιόν Ael.NA17.42

    : generally, the whole body or frame of a thing,

    ὑπὸ σώματι γᾶς A.Th. 947

    (lyr.); τὸ σ. τοῦ παντός, τοῦ κόσμου, Pl.Ti. 31b. 32c; ὕδωρ, ποταμοῦ ς. Chaerem.17; τὸ σ. τῆς πίστεως the body of the proof, i.e. arguments, Arist.Rh. 1354a15;

    τῆς λέξεως Longin.Rh.p.188

    H.; of a body of writings, Cic.Att.2.1.4; text of a document, opp. ὑπογραφή, BGU187.12 (ii A.D.), cf. PFay.34.20 (ii A.D.); of a will, POxy.494.30 (ii A.D.).
    2 ξύλα σώματα logs, opp. κλάδοι, POxy.1738.3 (iii A.D.);

    σ. μέγα περσέας CPHerm. 7 ii 27

    , cf. iii 8 (iii A.D.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σῶμα

  • 100 ὑπόγραμμα

    A inscription on the base of a στήλη, Lycurg. 118.
    II pigment used for painting under the eyelids, Ar.Fr. 320.5, cf. Phryn.PSp.118 B., EM782.8: v. ὑπογραφή 111.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόγραμμα

См. также в других словарях:

  • ὑπογραφή — written accusation fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπογραφή — η / ὑπογραφή, ΝΜΑ [υπογράφω] το όνομα και το επώνυμο ή το αρχικό τού ονόματος και το επώνυμο κάποιου, το οποίο γράφει ο ίδιος στο τέλος επιστολής ή άλλου κειμένου για να δηλώσει ότι το κείμενο είναι δικό του ή ότι εγκρίνει το περιεχόμενό του (α.… …   Dictionary of Greek

  • υπογραφή — η 1. όνομα προσώπου γραμμένο ιδιόχειρα κάτω από κείμενο, για να δείξει ότι έγραψε το κείμενο ο ίδιος ή ότι εγκρίνει το περιεχόμενό του. 2. επίσημη επικύρωση συμφωνίας, συνομολόγηση: Υπογραφή σύμβασης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπογραφῇ — ὑπογράφω write under aor subj pass 3rd sg ὑπογραφῆι , ὑπογραφεύς one who writes under another s orders masc dat sg (epic ionic) ὑπογραφή written accusation fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπογράφῃ — ὑπογράφω write under pres subj mp 2nd sg ὑπογράφω write under pres ind mp 2nd sg ὑπογράφω write under pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπογραφῆι — ὑπογραφῇ , ὑπογράφω write under aor subj pass 3rd sg ὑπογραφεύς one who writes under another s orders masc dat sg (epic ionic) ὑπογραφῇ , ὑπογραφή written accusation fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπογράφηι — ὑπογράφῃ , ὑπογράφω write under pres subj mp 2nd sg ὑπογράφῃ , ὑπογράφω write under pres ind mp 2nd sg ὑπογράφῃ , ὑπογράφω write under pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπογραφαῖς — ὑπογραφή written accusation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπογραφαί — ὑπογραφή written accusation fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπογραφήν — ὑπογραφή written accusation fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπογραφῶν — ὑπογραφή written accusation fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»