-
1 υπογραφη
ἥ1) подпись, надпись Diod.2) обвинительное заявление Plat.3) очертание, контур Arst.τενόντων ὑπογραφαί Aesch. — следы ног
4) общий очерк, набросок Arst.5) описание Diog.L.ἡ τῶν τόπων ὑ. Polyb. — описание местности
6) подкрашивание, подведение(ὀφθαλμῶν Xen.)
См. также в других словарях:
υπογραφή — η / ὑπογραφή, ΝΜΑ [υπογράφω] το όνομα και το επώνυμο ή το αρχικό τού ονόματος και το επώνυμο κάποιου, το οποίο γράφει ο ίδιος στο τέλος επιστολής ή άλλου κειμένου για να δηλώσει ότι το κείμενο είναι δικό του ή ότι εγκρίνει το περιεχόμενό του (α.… … Dictionary of Greek