-
1 ἀνα-μεστόω
ἀνα-μεστόω, voll machen, anfüllen, ἡ πόλις ὑπὸ γραμματέων (Bergk em. ὑπογραμματέων) ἀνεμεστώϑη Ar. Ran. 1082.
См. также в других словарях:
ὑπογραμματέων — ὑπογραμματεύς under clerk masc gen pl ὑπογραμματέω̆ν , ὑπογραμματεύς under clerk masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)