-
21 ύπνος
sommeil -
22 ύπνος
sen (m) rzecz. -
23 ύπνος
1) sen2) spánek3) spaní -
24 ύπνος
sleepΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ύπνος
-
25 Γλυκός ο ύπνος την αυγή, γδυτός ο κώλος τη Λαμπρή
Θέλεις πλούτη και τιμή, μην κοιμάσαι την αυγή– Γλυκός ο ύπνος την αυγή, γδυτός ο κώλος τη Λαμπρή– Γλυκός ο ύπνος το πρωί, γυμνός θα μείνεις τη Λαμπρή– Όποιος κοιμάται το πρωί, πεινάει το μεσημέρι– Ο ύπνος τρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους• Кто рано встает, тому Бог дает• Встанешь пораньше – шагнешь подальше• Долго спать – добра не видать• Долго спать – с долгом вставать• Заря деньгу дает• Кто поздно встает, у того хлеба не достает• Ранняя пташка червячка клюет, а поздняя и зерна не найдет• Раньше встанешь, тогда все достанешь• Чтоб нужды не знать, надо рано вставатьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Γλυκός ο ύπνος την αυγή, γδυτός ο κώλος τη Λαμπρή
-
26 Γλυκός ο ύπνος το πρωί, γυμνός θα μείνεις τη Λαμπρή
Θέλεις πλούτη και τιμή, μην κοιμάσαι την αυγή– Γλυκός ο ύπνος την αυγή, γδυτός ο κώλος τη Λαμπρή– Γλυκός ο ύπνος το πρωί, γυμνός θα μείνεις τη Λαμπρή– Όποιος κοιμάται το πρωί, πεινάει το μεσημέρι– Ο ύπνος τρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους• Кто рано встает, тому Бог дает• Встанешь пораньше – шагнешь подальше• Долго спать – добра не видать• Долго спать – с долгом вставать• Заря деньгу дает• Кто поздно встает, у того хлеба не достает• Ранняя пташка червячка клюет, а поздняя и зерна не найдет• Раньше встанешь, тогда все достанешь• Чтоб нужды не знать, надо рано вставатьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Γλυκός ο ύπνος το πρωί, γυμνός θα μείνεις τη Λαμπρή
-
27 Ο ύπνος τρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους
Θέλεις πλούτη και τιμή, μην κοιμάσαι την αυγή– Γλυκός ο ύπνος την αυγή, γδυτός ο κώλος τη Λαμπρή– Γλυκός ο ύπνος το πρωί, γυμνός θα μείνεις τη Λαμπρή– Όποιος κοιμάται το πρωί, πεινάει το μεσημέρι– Ο ύπνος τρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους• Кто рано встает, тому Бог дает• Встанешь пораньше – шагнешь подальше• Долго спать – добра не видать• Долго спать – с долгом вставать• Заря деньгу дает• Кто поздно встает, у того хлеба не достает• Ранняя пташка червячка клюет, а поздняя и зерна не найдет• Раньше встанешь, тогда все достанешь• Чтоб нужды не знать, надо рано вставатьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο ύπνος τρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους
-
28 ἄ-ϋπνος
ἄ-ϋπνος, schlaflos, Hom. u. Folgde, sowohl von Personen als auch Sachen, πολλὰς ἀύπνους νύκτας ἴαυον Il. 9, 325; γῆρας Eur. I. A. 4; ὕπνος, ein Schlaf, der so gut wie keiner ist, der nicht erquickt, Soph. Phil. 837; übertr., κρῆναι O. C. 691, nie versiegende Quellen; πηδάλια, nie ruhende, Aesch. Spt. 189. Auch in Prosa, Plat. Tim. 52 b.
-
29 παν-ά-ϋπνος
παν-ά-ϋπνος, ganz schlaflos, Opp. Hal. 2, 659.
-
30 πολυ-άγρ-υπνος
πολυ-άγρ-υπνος, sehr wachsam, Sp.
-
31 πολύ-υπνος
πολύ-υπνος, von od. mit vielem Schlafe, guten Schlaf gebend, ἠρεμίη, Orph. H. 2, 4.
-
32 φιλό-ϋπνος
φιλό-ϋπνος, = φίλυπνος, Polem. physiogn. 2, 19.
-
33 φιλ-άγρ-υπνος
φιλ-άγρ-υπνος, Schlaflosigkeit liebend, die Nächte gern schlaflos zubringend; παννυχίδες Ep. ad. 525 ( Plan. 309); λύχνος Mel. 66 (V, 197); νύξ 103 (V, 166).
-
34 φίλ-υπνος
-
35 βραχύ-υπνος
βραχύ-υπνος, kurz, wenig schlafend, Arist. H. A. 4, 10.
-
36 κακό-υπνος
κακό-υπνος, Erkl. von ἄϋπνος, Hesych.
-
37 κάθ-υπνος
-
38 εὔ-υπνος
-
39 βαρύ-υπνος
βαρύ-υπνος, sehr schläfrig, Nonn. D. 18, 631.
-
40 δύς-υπνος
δύς-υπνος, schlecht schlafend, Sp.
См. также в других словарях:
Ὕπνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕπνος — sleep masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… … Dictionary of Greek
ύπνος — ο 1. η κατάσταση του κοιμισμένου, η φυσιολογική νάρκη του εγκεφάλου, κατά την οποία παρατηρείται μείωση της συνείδησης και της κινητικής ικανότητας: Ο ύπνος είναι αδελφός του θανάτου. 2. μτφ., κάθε κατάσταση ψυχικής ή διανοητικής αδράνειας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὕπνος γλυκίων μέλιτος. — ὕπνος γλυκίων μέλιτος. См. Сладкий сон … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὁ ὕπνος θανάτου ἀδελφός. — ὁ ὕπνος θανάτου ἀδελφός. См. Сон смерти брат … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ГИПНОС — • Ύπνος, Somnus (от sopire), бог сна, сын Ночи (Νύξ), брат близнец Смерти (Θάνατος), с которой он живет в подземном мире. Ноm. Il. 16, 672, 14, 231. Hesiod. theog. 211. 758. Между тем как бессердечный и возбуждающий ужас даже в богах… … Реальный словарь классических древностей
Ὕπνω — Ὕπνος masc nom/voc/acc dual Ὕπνος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὕπνε — Ὕπνος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕπνε — ὕπνος sleep masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὕπνοι — Ὕπνος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)