-
1 υπερερρώσθαι
-
2 ὑπερερρῶσθαι
См. также в других словарях:
ὑπερερρῶσθαι — ὑπέρ ῥώννυμι strengthen perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερρώννυμι — Α είμαι υπέρμετρα ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ῥώννυμι «είμαι ισχυρός»] … Dictionary of Greek