-
1 υπεροπλος
См. также в других словарях:
υπερβίη — ἡ, Α αχαλίνωτη δύναμη, αλαζονεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + βία / βίη] … Dictionary of Greek
ύβρις — (I) εως, η / ὕβρις, ΝΜΑ, τ. γεν. και εος και επικ. και ιων. τ. ιος, Α 1. έκφραση, λόγος ή πράξη που προσβάλλει την αξιοπρέπεια ή την τιμή κάποιου 2. (ιδίως στην αρχ. ελλ. τραγωδία και σχετικά με τον τραγικό ήρωα) αλαζονική και αυθάδης συμπεριφορά … Dictionary of Greek