-
1 υπερδράμω
-
2 ὑπερδράμω
-
3 ὑπερτρέχω
ὑπερτρέχω, [tense] fut. -δρᾰμοῦμαι, and in Philetaer.3 (s. v.l.) - δραμῶ: [tense] aor. - έδρᾰμον: cf. ὑπερθέω:—2 prevail against,ὥστε.. θεῶν νόμιμα.. θνητὸν ὄνθ' ὑπερδραμεῖν S.Ant. 455
; , cf. Hel. 1524; ἢν δ' αὖ κρατηθῆς καὶ τὰ τοῦδ' ὑπερδράμῃ if.. his fortune prevail, Id.Ph. 578.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερτρέχω
См. также в других словарях:
ὑπερδράμω — ὑπερτρέχω run over aor subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερτρέχω — Α [τρέχω] 1. ξεπερνώ κάποιον στο τρέξιμο 2. διαφεύγω («πῶς τὰ κρείσσω θνητὸς οὖσ ὑπερδράμω;», Ευρ.) 3. υπερέχω, υπερτερώ 4. παραβλέπω 5. παραβαίνω («καὶ φύσιος θεσμοὺς ὑπερέδραμε», Οππ.) … Dictionary of Greek