-
1 υπαισσω
атт. * ὑπᾴσσω выскакивать, выпрыгиватьὑ. τινός Hom. — вылезать из-под чего-л.;
ὑπᾰΐξει (ᾰ!) φρῖκα Hom. — (рыба) всплывет на поверхность
См. также в других словарях:
ὑπαίξει — ὑπαίσσω dart beneath aor subj act 3rd sg (epic) ὑπαίσσω dart beneath fut ind mid 2nd sg ὑπαίσσω dart beneath fut ind act 3rd sg ὑ̱παίξει , ὑπαίσσω dart beneath futperf ind mp 2nd sg ὑ̱παίξει , ὑπαίσσω dart beneath futperf ind act 3rd sg ὑπαίσσω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπαΐσσω — και αττ. τ. ὑπᾴσσω Α 1. κινούμαι ταχέως κάτω από κάτι («θρώσκων τις κατὰ κῡμα μέλαιναν φρῑχ ὑπαΐξει ἰχθύς», Ομ. Ιλ.) 2. εξέρχομαι από κάτω («βωμοῡ ὑπαΐξας», Ομ. Ιλ.) 3. ορμώ έξω («ὑπᾴξας διὰ θυρῶν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀΐσσω «κινούμαι… … Dictionary of Greek