-
1 υπατικός
-
2 ὑπατικός
-
3 ὑπατικός
II of consular rank, Lat.consularis, ἄνδρες Str.l.c., Plu.Sert. 27;ὁ ὑ. D.H.6.96
, Luc.Salt.83; consularis aedium sacrarum,IG
14.1045; c. gen., ὑ. τῶν ἱερῶν ναῶν ib.993.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπατικός
-
4 υπατικών
-
5 ὑπατικῶν
-
6 υπατικόν
-
7 ὑπατικόν
-
8 υπατική
-
9 ὑπατικῇ
-
10 υπατικήι
-
11 ὑπατικῆι
-
12 υπατικής
-
13 ὑπατικῆς
-
14 υπατικαίς
-
15 ὑπατικαῖς
-
16 υπατικαί
-
17 ὑπατικαί
-
18 υπατικοίς
-
19 ὑπατικοῖς
-
20 υπατικού
См. также в других словарях:
ὑπατικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπατικός — ή, ό / ὑπατικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὕπατος (II)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ύπατο («ὑπατικὰς ἀρχαιρεσίας», Πλούτ.) αρχ. (για πρόσ.) αυτός που είχε διατελέσει ύπατος («τῶν ὑπατικῶν εἷς», Διον. Αλ.) … Dictionary of Greek
υπατικός — ή, ό που έχει σχέση με τον ύπατο, που είναι του υπάτου: Υπατικό αξίωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπατικῶν — ὑπατικός of fem gen pl ὑπατικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπατικόν — ὑπατικός of masc acc sg ὑπατικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπατικαῖς — ὑπατικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπατικαί — ὑπατικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπατικοῖς — ὑπατικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπατικοί — ὑπατικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπατικοῦ — ὑπατικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπατικούς — ὑπατικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)