-
1 υποφαινω
1) показывать снизу (внизу) или мельком(τι Arst.; ὑπὸ τὰς πύλας ὑποφαίνεσθαι Thuc.)
ὑποφαινομένης οὐδεμιᾶς σωτηρίας Isocr. — так как не было, казалось, никакой надежды на спасение2) выказывать, обнаруживать, проявлять(μικρὰν ἐλπίδα Dem.; πρᾳότητα Polyb., Plut.)
ἅμα τῷ ἦρι ὑποφαινομένῳ Xen. — с наступлением ранней весны3) показываться, обнаруживатьсяτὰ νῦν ὑποφαίνοντα Plat. — то, что теперь обнаруживается;
ἡμέρα σχεδὸν ὑπέφαινε Xen. — начинало светать4) вынимать снизу
См. также в других словарях:
ὑπέφηνε — ὑποφαίνω bring to light from under aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποφαίνω — ὑποφαίνω ΝΑ [φαίνω] νεοελλ. (η μέσ. μτχ. ενεστ.) ο υποφαινόμενος, η υποφαινομένη α) αυτός που υπογράφει σε έγγραφο, ο υπογεγραμμένος («ο υποφαινόμενος... δηλώνω ότι...») β) (καταχρ. συν. ειρωνικά στον προφορικό λόγο) εγώ αρχ. 1. φανερώνω, κάνω να … Dictionary of Greek